Σελίδες
Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020
ΕΥΧΆΡΙΣΤΗ ΈΚΠΛΗΞΗ
-Σου βρήκα δουλειά.
Τώρα που θα μας κλείσουν μέσα πάλι, θα κάνουμε χρυσές δουλειές.
-Δουλειά; εγώ είπα αμάν να βγω στη σύνταξη να κάνω αυτά που μου αρέσουν κι εσύ μου βρήκες δουλειά;
-Τί σου αρέσει να κάνεις;
-Να περπατώ, να κάνω βόλτες με το ποδήλατο, να πηγαίνω στο χωριό....
- Η δουλειά που σου βρήκα έχει να κάνει με αυτά ακριβώς, με το ποδήλατο συγκεκριμένα.
Ξέρεις πόσος κόσμος δεν μπορεί να πάει στο κέντρο για ψώνια εξ αιτίας των λεωφορείων μας;
-Κι εγώ τί θα κάνω δλδ; Θα τους βάζω στη σχάρα που δεν έχω και θα τους πηγαίνω στο κέντρο;
-Όχι βέβαια. Θα τους ψωνίζεις αυτά που θέλουν, όπως κάνεις για μένα.
-Α, πες μου ότι χρειάζεσαι πάλι υλικά και μη το φέρνεις γύρω γύρω. Ποιές φίλες σου δλδ χρειάζονται βοήθεια και δεν το ξέρω;
-Η Ρούλα, ας πούμε, η Κλαύδια, η Γιούλα , η Μαρία....
-Σταμάτα σταμάτα.
Η Ρούλα είναι στην Κρήτη, η Κλαύδια στην Αθήνα, η Γιούλα στην Κοζάνη, η Μαρία είναι αυτή που κάθεται δυο δρόμους πιο πάνω ή καμία που μένει στην Αλεξανδρούπολη;
Όχι, για να ξέρω, να πάω να βάλω εξωλέμβιο και φτερά στο ποδήλατο για να τα προλάβω όλα αυτά.
Λέγε τώρα τί θέλεις, δώσε δείγμα και διεύθυνση κι εσύ μέχρι να γυρίσω ετοίμασε ουζάκι.
Από τη μία βαριέμαι να ψάχνω αυτά που θέλεις, από την άλλη, ευτυχώς που πάω εγώ, γιατί εσύ πας για μια κλωστή και γυρίζεις με 10 σακούλες.
Άσε αυτά που βρίσκεις στο δρόμο.
Αυτά όμως είναι για άλλη ανάρτηση που θα έχει να κάνει με φορτηγό.
-Κακίες!
-Άντε, άργησες κι ανησύχησα.
-Πού να στα λέω, βάλε να φάμε και δεν θα το πιστέψεις ποιόν συνάντησα σήμερα.
Όπως πάντα, πήγα με το ποδήλατο από την παραλία μας.
Αφού πήρα αυτά που ήθελες, ευτυχώς που τους είχες τηλεφωνήσει και τα είχαν έτοιμα, πήρα πάλι τον ίδιο δρόμο.
Ο καιρός ωραίος κι απολάμβανα την διαδρομή.
-Άσε τις λεπτομέρειες και μ έφαγε η περιέργεια, ποιόν είδες θα μου πεις;
Λίγο πριν αφήσω την παραλία και πάρω την ανηφόρα, εκεί που είναι τα περιστέρια, άκουσα να με φωνάζουν.
-Ποδηλάτη, ε ποδηλάτη.
Ήταν ο Γιώργος κι ο Θανάσης, οι συμμαθητές μου.
-Ε καλά, μ αυτούς περπατάς κάθε πρωί, αυτούς συνάντησες;
-Όχι μη βιάζεσαι.
Μαζί τους ήταν ακόμη ένας .
-Έλα να δεις ποιος θα προστεθεί στην παρέα μας από δω και μπρος, τον θυμάσαι; μου είπαν.
-Δεν μου θύμιζε τίποτα.
Ένας χλωμός άνθρωπος, σκυφτός, με μάτια σκοτεινά, με κοίταξε και μου είπε.
-Γιάννη δεν με θυμάσαι;
Είμαι ο Μάνος, ο φίλος σου και συμμαθητής σου.
-Ακόμα και τώρα που σου το λέω δεν το πιστεύω ότι ο φίλος μου, εκείνο το γελαστό παιδί, ήταν αυτός ο γερασμένος άνθρωπος.
Κατάλαβε την απορία μου και μου εξήγησε.
Όταν έφυγε μετανάστης πριν 40 χρόνια, η δουλειά που του έμελλε να κάνει, ήταν ανθρακωρύχος κάπου στο Βέλγιο.
Νύχτα έμπαινε στις στοές και νύχτα έβγαινε. Το φως της ημέρας , σπάνια το έβλεπε, γι αυτό σκοτείνιασε το βλέμμα του.
Δύσκολη δουλειά κι ανθυγιεινή.
Οι περισσότεροι δεν αντέχουν.
Αυτός άντεξε ευτυχώς, αλλά γέρασε πριν την ώρα του .
Έτσι, μόλις βγήκε στη σύντα, πήρε τη γυναίκα του και γύρισαν στην Ελλάδα.
Τα παιδιά του βέβαια σπούδασαν εκεί κι έχουν καλές δουλειές, τα εγγόνια του πάνε σχολείο , δεν μπορούσε να έχει την απαίτηση να τα παρατήσουν όλα και να έρθουν εδώ.
Πιστεύει όμως ότι θα έρχονται συχνά τώρα που έφτιαξε το πατρικό του σπίτι στο χωριό και θα χαίρονται τον ήλιο και τη θάλασσα της Ελλάδας.
Να γνωρίσουν την πατρίδα τους και πού ξέρεις ίσως γυρίσουν κάποια μέρα κι αυτοί.
Όσο μιλούσε, άρχισα να βλέπω μια λάμψη στα μάτια του και να αναγνωρίσω τον παλιό μου φίλο.
Μου είπε ότι από κοινούς γνωστούς, βρήκε τα τηλέφωνα των άλλων δύο και σκόπευαν να μου κάνουν έκπληξη αύριο το πρωί στο περπάτημα.
Τους την έκανα όμως εγώ όταν εμφανίστηκα με το ποδήλατο μεσημεριάτικα.
Δίπλα στο παγκάκι είχε ακουμπισμένο το ποδήλατό του.
Του υποσχέθηκα να τον γυρίσω στα παλιά μας λημέρια για να δει πόσο έχουν αλλάξει όλα.
Το πρωί θα έρχεται μαζί μας για περπάτημα κι όποτε μπορεί θα παίρνουμε τα ποδήλατα και θα πηγαίνουμε βόλτες.
Άλλαξε η όψη του από τη χαρά του.
Τους κάλεσα και στο χωριό.
-Ήμουν σίγουρη γι αυτό.
-Σου έχω και μια έκπληξη.
-Κι άλλη;
-Όταν με ρώτησαν πώς και ήμουν τέτοια ώρα στην παραλία με το ποδήλατο, τους έδειξα τη σακούλα με τα υλικά που ήθελες για το πάπλωμα που φτιάχνεις με τα κουρελάκια.
-Κάνει η γυναίκα σου πατσγουορκ, με ρώτησε.
-Έμεινα κάγκελο. Πού ξέρεις εσύ από αυτά, ανθρακωρύχος άνθρωπος; τον ρώτησα.
-Η γυναίκα μου είναι μανιώδης δημιουργός, μου είπε, οπότε η ξενάγηση μου θα αρχίσει από τα μαγαζιά με τα υλικά.
-Τί μου είπες το πρωί, ότι ήθελες να μου μου βρεις δουλειά;
Ορίστε, θα αξιοποιήσω το ποδήλατο εξυπηρετώντας και τον φίλο μου.
Ήταν άλλος άνθρωπος όταν χωρίσαμε. Δε βλέπω την ώρα να ξανασυναντηθούμε αύριο.
Τί θέλεις να σου αγοράσω από τα μαγαζιά;
-Τώρα δεν χρειάζομαι κάτι, αλλά να είσαι σίγουρος ότι μόλις γνωρίσω την γυναίκα του θα θέλω πάρα πολλά.
Αφού ασχολείται με κουρελάκια κι αυτή, έχουμε να πούμε πολλά.
-Αυτό είναι για καλό τώρα ή για κακό;
-Με το καινούργιο κλείσιμο που βλέπω να έρχεται, για καλό είναι.
Ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.
Εσύ στο ποδήλατο σου κι εγώ στη μηχανή μου, αλλιώς δεν βλέπω να βγαίνουμε σώοι από την καινούργια καραντίνα!!!
Αυτή είναι η δική μου συμμετοχή στη φωτο-συγγραφική σκυτάλη που διοργανώνει η Μαίρη στο blog της Γήινη Ματιά. ( 6ος γύρος).
Πατώντας το link, μπορείτε να διαβάσετε τις μέχρι τώρα συμμετοχές.
Όταν είδα τη λέξη που διάλεξε ο φίλος μας ο Βασίλης για μένα, γέλασα γιατί έτσι λέω τον άντρα μου.
Κι όχι μόνο εγώ αλλά και οι φίλοι μας.
Ο λόγος φυσικά είναι, γιατί γυρίζει παντού με το ποδήλατο του.
Αποφάσισα λοιπόν να του αφιερώσω αυτή την ανάρτηση.
Όντως ό,τι χρειάζομαι και δεν μπορώ να πάω με τα πόδια, πηγαίνει και μου το φέρνει με το ποδήλατο.
Οι στιχομυθίες κάπως έτσι εξελίσσονται καθημερινά, θα μπορούσε να είναι κι ένα επεισόδιο από το Μην αρχίζεις τη μουρμούρα.
Μακάρι να ήταν αληθινός κι ο φίλος που ήρθε από το Βέλγιο με την ειδήμονα του πάτσγουρκ γυναίκα του.
Με τη σειρά μου παραδίδω την παρακάτω φωτογραφία στην επόμενη που είναι η φίλη μας η Μία
και η λέξη είναι Ιστός.
Καλή έμπνευση Μαρία μου.