Σελίδες

Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

ΜΑΝΙΤΑΡΟΣΠΙΤΑ !!!

 Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα χωριό ψηλά στο βουνό, ζούσαν μερικά ξωτικά που δεν είχαν σπιτάκια. 

Ο χειμώνας που πέρασε ήταν πολύ βαρύς και με τις βροχές και τα χιόνια τα σπιτάκια τους διαλύθηκαν. 


Ήθελαν να κάνουν καινούργια αλλά δεν είχαν υλικά ούτε ήξεραν τον τρόπο. 


Αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια. 



-Ποιος θα μας βοηθήσει, ρώτησε το πιο μικρό ξωτικό που το έλεγαν Αλίκη. 





-Ξέρω ξέρω εγώ, είπε το δεύτερο ξωτικό που το έλεγαν Έλλη.







Θα πάω στη φίλη μου την Ευγενούλα, το μεγαλύτερο ξωτικό, που μένει λίγο πιο κάτω μαζί με τη γιαγιά της.



Είπε κι έτρεξαν αμέσως. 




Εγώ θα σας περιμένω εδώ γιατί κουράστηκα.



Νομίζω ότι θα μας βοηθήσουν. 



-Χρειαζόμαστε και φως για το βράδυ για να βλέπουμε, είπαν όλα μαζί. 


Μη στεναχωριέστε καλά μου ξωτικά, είπαν οι ξωτικογιαγιάδες.

Όλα θα γίνουν όπως τα θέλετε. 



Έτσι έπιασαν δουλειά οι ξωτικογιαγιάδες  μαζί με τις ξωτικό εγγονές.
Ζύμωσαν κι επλασαν τον πηλό με πολύ μεράκι. 



Έβαλαν όλες τις γνώσεις τους.



Αν και είχαν καιρό να φτιάξουν σπιτάκια, δεν γινόταν να μη βοηθήσουν τα μικρά ξωτικά. 




Σε λίγο έμειναν μόνο οι ξωτικογιαγιαδες, γιατί οι ξωτικό εγγονές κουράστηκαν και πήγαν να παίξουν. 



Αφού τελείωσαν τα σπιτάκια, τα άφησαν να στεγνώσουν για να τα βάψουν. 

Έλα όμως που τη νύχτα κυκλοφορούν κσι ζημιάρικα ξωτικά. 


Μπήκαν μέσα στα σπιτάκια κι άρχισαν να χορεύουν σαν τρελά, μέχρι που τα ράγισαν. 




Μόλις είδαν την ζημιά που έκαναν, όπου φύγει φύγει. 




Ήξεραν ότι οι ξωτικογιαγιάδες δεν αστειεύονται και θα τα τιμωρούσαν. 



Μόλις είδαν την ζημιά οι ξωτικογιαγιάδες, τους έπιασαν από τα αυτιά και τους έβαλαν να πλασουν μικρά μικρά μπαστουνάκια για να κλείσουν τις ρωγμές. 



-Εσύ φταις, έλεγε το ένα. 
-Όχι, εσύ φταις, έλεγε το άλλο. 




Εξαιτίας σου πλάθουμε τώρα μπαστουνάκια κσι φυλλαράκια. 
-Μη ξεχάσετε την κόλλα, ακούστηκαν οι ξωτικογιαγιάδες. 
Θα ξεκολλήσουν και θα πάει τζάμπα ο κόπος μας.




Σας έλεγα να τα βάλετε στη σκιά για να στεγνώσουν.
Εσείς όμως τα αφήσατε στον ήλιο κσι χορεύατε κιόλας. 



Αντε κουράγιο, λίγα έμειναν  ακόμα. 

-Στρώστε και πέτρες στην αυλή, φώναξαν οι ξωτικογιαγιάδες. 




-Ωχ! πάνω που νομίζαμε ότι τελειώσαμε. 
-Πιάστε κσι τα πινέλα κι ελάτε να τα βάψουμε, ακούστηκαν πάλι οι ξωτικογιαγιάδες. 




-Γρήγορα γιατί κάνει πολύ ζέστη κσι πρέπει να μπούμε μέσα, είπαν οι ξωτικό εγγονές. 


Κρατήστε ομπρέλες και περιμένετε. 



Έτσι έγιναν τα σπιτάκια και βολεύτηκαν τα μικρά ξωτικά.




-Τώρα που θυμηθήκαμε πώς γίνονται, ας κάνουμε κι άλλα, είπαν οι ξωτικογιαγιάδες. 




Νομίζω ζητούσαν αφορμή για να παίξουν. 
Λέτε να τα ράγισαν μόνες τους για να αργήσουν να τελειώσουν;
Μπα, μάλλον ξέχασαν ότι τα βάζουμε στην σκιά για να στεγνώσουν και αλείφουμε με  κόλλα τα  βάζα πριν απλώσουμε επάνω τους τον πηλό. 

Δεν πειράζει, τα κατάφεραν πάντως μια χαρά. 
Ευχαριστούμε πολύ ξωτικογιαγιάδες. 

Εσείς να ακολουθήσετε τις οδηγίες, μη ραγισουν κσι τα δικά σας. Εντάξει;
Τα αφήνουμε να στεγνώσουν στη σκιά και αλείφουμε με κόλλα τα βάζα, είπε η ξωτικό Ιωάννα, δίνοντας οδηγίες από το τηλέφωνο. 


Αν έχετε απορία αν υπάρχουν και ξωτικοπαππούδες στο χωριό, υπάρχουν πώς δεν υπάρχουν. 

Τί κάνουν;


Παίζουν τάβλι!
Ο καθένας τη δουλειά του. 



ΝΑ ΕΊΣΤΕ ΌΛΟΙ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ.