Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα χωριό ψηλά στο βουνό, ζούσαν μερικά ξωτικά που δεν είχαν σπιτάκια.
Ο χειμώνας που πέρασε ήταν πολύ βαρύς και με τις βροχές και τα χιόνια τα σπιτάκια τους διαλύθηκαν.
Ήθελαν να κάνουν καινούργια αλλά δεν είχαν υλικά ούτε ήξεραν τον τρόπο.
Αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια.
Είπε κι έτρεξαν αμέσως.
Εγώ θα σας περιμένω εδώ γιατί κουράστηκα.
Νομίζω ότι θα μας βοηθήσουν.
-Χρειαζόμαστε και φως για το βράδυ για να βλέπουμε, είπαν όλα μαζί.
Μη στεναχωριέστε καλά μου ξωτικά, είπαν οι ξωτικογιαγιάδες.
Όλα θα γίνουν όπως τα θέλετε.
Ζύμωσαν κι επλασαν τον πηλό με πολύ μεράκι.
Αφού τελείωσαν τα σπιτάκια, τα άφησαν να στεγνώσουν για να τα βάψουν.
Έλα όμως που τη νύχτα κυκλοφορούν κσι ζημιάρικα ξωτικά.
Μόλις είδαν την ζημιά οι ξωτικογιαγιάδες, τους έπιασαν από τα αυτιά και τους έβαλαν να πλασουν μικρά μικρά μπαστουνάκια για να κλείσουν τις ρωγμές.
-Όχι, εσύ φταις, έλεγε το άλλο.
-Μη ξεχάσετε την κόλλα, ακούστηκαν οι ξωτικογιαγιάδες.
Θα ξεκολλήσουν και θα πάει τζάμπα ο κόπος μας.
Εσείς όμως τα αφήσατε στον ήλιο κσι χορεύατε κιόλας.
Αντε κουράγιο, λίγα έμειναν ακόμα.
-Στρώστε και πέτρες στην αυλή, φώναξαν οι ξωτικογιαγιάδες.
-Ωχ! πάνω που νομίζαμε ότι τελειώσαμε.
-Πιάστε κσι τα πινέλα κι ελάτε να τα βάψουμε, ακούστηκαν πάλι οι ξωτικογιαγιάδες.
-Γρήγορα γιατί κάνει πολύ ζέστη κσι πρέπει να μπούμε μέσα, είπαν οι ξωτικό εγγονές.
Κρατήστε ομπρέλες και περιμένετε.
Λέτε να τα ράγισαν μόνες τους για να αργήσουν να τελειώσουν;
Μπα, μάλλον ξέχασαν ότι τα βάζουμε στην σκιά για να στεγνώσουν και αλείφουμε με κόλλα τα βάζα πριν απλώσουμε επάνω τους τον πηλό.
Δεν πειράζει, τα κατάφεραν πάντως μια χαρά.
Ευχαριστούμε πολύ ξωτικογιαγιάδες.
Εσείς να ακολουθήσετε τις οδηγίες, μη ραγισουν κσι τα δικά σας. Εντάξει;
Τα αφήνουμε να στεγνώσουν στη σκιά και αλείφουμε με κόλλα τα βάζα, είπε η ξωτικό Ιωάννα, δίνοντας οδηγίες από το τηλέφωνο.
Αν έχετε απορία αν υπάρχουν και ξωτικοπαππούδες στο χωριό, υπάρχουν πώς δεν υπάρχουν.
Τί κάνουν;
Παίζουν τάβλι!
Ο καθένας τη δουλειά του.
ΝΑ ΕΊΣΤΕ ΌΛΟΙ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ.