Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΚΥΤΑΛΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΚΥΤΑΛΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ!!!!!

 





Θυμάσαι που ταξιδεύαμε;

Ήμασταν ελεύθεροι και δεν το εκτιμούσαμε.

Δεν ξέραμε την διαφορά.

Θυμάσαι το τελευταίο μας ταξίδι;

Είχαμε πάει σ εκείνο το χωριό ψηλά στο βουνό.

Πόσο όμορφα ήταν!

Το λιβάδι που απλώνονταν μπροστά από το αγροτόσπιτο όπου μέναμε!

Θυμάσαι; Καθόμασταν με τις ώρες και βλέπαμε τα άλογα που κάλπαζαν ελεύθερα.

Καθαρός αέρας, ησυχία και η μόνη μας παρέα τα ζώα και το ζευγάρι που φρόντιζε για όλα αυτά.

Θυμάσαι τις βόλτες μέσα στο δάσος που ξεκινούσε λίγο πιο ψηλά από το χωριό;

Τη μέρα που ακολούθησες τον κύριο Πέτρο για μανιτάρια, ήταν η καλύτερη σου.

Κι όταν γυρίσατε μετά από αρκετές ώρες, περιπλάνησης μέσα στα δέντρα, με πόση περηφάνια και ικανοποίηση μου έδειξες τα μανιτάρια που μάζεψες , φυσικά με τη βοήθεια του.

Πάντα ήθελες να μάθεις να ξεχωρίζεις τα μανιτάρια που τρώγονται.

Ακόμα θυμάμαι την ονειρεμένη γεύση τους.

Η κυρία Αμαλία , άριστη μαγείρισσα, είχε αναδείξει το φτωχικό της πιάτο , όπως έλεγε, στο καλύτερο gurme, που θα το χρυσοπληρώναμε στην πόλη.

Εκεί είναι η ζωή, στο χωριό, αλλά πώς μπορούμε να μείνουμε;

Μαζευτήκαμε όλοι στις πόλεις κι όταν δεν χωρούσαμε πια, μπαζώσαμε τα ρέματα, χτίσαμε  πανύψηλα σπίτια σε σαθρά χώματα, κόψαμε τα δέντρα γιατί μας ενοχλούσαν, κλείσαμε τα δρομάκια και πέσαμε στην δικιά μας παγίδα.

Τώρα μας φταίνε όλα.

Ο ένας επάνω στον άλλο, ούτε χώρος για ανάσα.

Τα μολύναμε όλα ,ακόμα και τον αέρα που αναπνέουμε και η φύση μας εκδικείται.

Τα παιδιά κλεισμένα μέσα σε τοίχους με ένα κινητό στο χέρι, δεν ξέρουν πώς να παίξουν με τα χώματα και τα νερά που παίζαμε εμείς όταν ήμασταν μικρά.

Δεν ικανοποιούνται με τίποτα, όσα παιχνίδια και να έχουν.


Και δεν έφταναν οι τοίχοι, φοράνε και τις μάσκες και δεν βλέπουμε τα χαμόγελα τους.

Πώς να ζήσεις χωρίς χαμόγελο;

Πώς να ζήσουμε χωρίς αγκαλιές και φιλιά;

Κοιτάμε ο ένας τον άλλο με καχυποψία και αλλάζουμε πεζοδρόμιο να μην αναπνεύσουμε τον ίδιο αέρα.

Γι αυτό σου λέω, θα ανέβω σε ένα άλογο και θα καλπάσω μακριά πολύ μακριά.

Τι θα πει πού θα πάω;

Μακριά, να γλυτώσω από τον καταραμένο.

Κοιμάμαι και ούτε εκεί δεν ησυχάζω.

Βλέπω εφιάλτες αντί για όνειρα.

Όνειρα! Θυμάσαι που κάναμε όνειρα;

Τώρα κι αυτά τα στερούμαστε γιατί δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει.

Ναι , ποτέ δεν ξέραμε, αλλά όνειρα κάναμε και λέγαμε πρώτα ο Θεός θα πραγματοποιηθούν.

Τι να μας κάνει κι ο Θεός; Μυαλό μας έδωσε και το πετάξαμε γιατί νομίσαμε ότι γίναμε εμείς Θεοί.

Στη θέση του μυαλού βάλαμε ένα κομπιούτερ να μετράει μόνο το χρήμα και τι μπορούμε να κάνουμε μ αυτό.

Μπορούμε να αγοράσουμε καθαρό αέρα και νερό; Μπορούμε;

 

Φοβάμαι; Ε ναι φοβάμαι.

 

Δεν φοβάμαι μόνο για μένα, για όλους φοβάμαι.

Για την μοναξιά στα νοσοκομεία και για τον κόσμο που πεθαίνει χωρίς το χάδι των δικών τους.

Ακολούθα με.

Ανέβα κι εσύ σε ένα άλογο κι έλα να καλπάσουμε μαζί.

Βρήκα πού θα πάμε.

Στο τέλος του λιβαδιού θα δώσουμε ένα σάλτο και θα πετάξουμε ψηλά στον ουρανό.

Θα πάμε σε άλλο πλανήτη και θα αφήσουνε τη Γη μας να ξεκουραστεί.

Μας βαρέθηκε κι αυτή, πώς αλλιώς να μας το πει;

 

Αυτή ήταν η δική μου συμμετοχή στη μικρή σκυτάλη #3 που διοργανώνει η Μαίρη από την Γήινη Ματιά.

Ακολουθήστε τον σύνδεσμο για να διαβάσετε και τις υπόλοιπες συμμετοχές.


Υ.Γ.

Μόλις είδα τις εικόνες , το άλογο που καλπάζει ήταν η αφορμή να αισθανθώ ότι θέλω να δραπετεύσω από τον κλοιό που σφίγγει συνεχώς γύρω μας.

Έγραψα αυτό ακριβώς που αισθάνομαι εδώ και καιρό.

Ας προσέχουμε όσο μπορούμε όλοι μας.

Να είστε καλά!!!!!!!!!

 

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

ΕΥΧΆΡΙΣΤΗ ΈΚΠΛΗΞΗ

 



-Σου βρήκα δουλειά.  

Τώρα που θα μας κλείσουν μέσα πάλι, θα κάνουμε χρυσές δουλειές. 

-Δουλειά; εγώ είπα αμάν να βγω στη σύνταξη να κάνω αυτά που μου αρέσουν κι εσύ μου βρήκες δουλειά;

-Τί σου αρέσει να κάνεις;

-Να περπατώ, να κάνω βόλτες με το ποδήλατο, να πηγαίνω στο χωριό....

- Η δουλειά που σου βρήκα έχει να κάνει με αυτά ακριβώς, με το ποδήλατο συγκεκριμένα. 

Ξέρεις πόσος κόσμος δεν μπορεί να πάει στο κέντρο για ψώνια εξ αιτίας των λεωφορείων μας; 

-Κι εγώ τί θα κάνω δλδ; Θα τους βάζω στη σχάρα που δεν έχω και θα τους πηγαίνω στο κέντρο;

-Όχι βέβαια.  Θα τους ψωνίζεις αυτά που θέλουν, όπως κάνεις για μένα. 

-Α, πες μου ότι χρειάζεσαι πάλι υλικά και μη το φέρνεις γύρω γύρω.  Ποιές φίλες σου δλδ χρειάζονται βοήθεια και δεν το ξέρω;

-Η Ρούλα, ας πούμε, η Κλαύδια, η Γιούλα , η Μαρία....

-Σταμάτα σταμάτα. 

Η Ρούλα είναι στην Κρήτη, η Κλαύδια στην Αθήνα, η Γιούλα στην Κοζάνη, η Μαρία είναι αυτή που κάθεται δυο δρόμους πιο πάνω ή καμία που μένει στην Αλεξανδρούπολη;

Όχι, για να ξέρω, να πάω να βάλω εξωλέμβιο και φτερά στο ποδήλατο για να τα προλάβω όλα αυτά. 

Λέγε τώρα τί θέλεις, δώσε δείγμα και διεύθυνση κι εσύ μέχρι να γυρίσω ετοίμασε ουζάκι.

Από τη μία βαριέμαι να ψάχνω αυτά που θέλεις, από την άλλη, ευτυχώς που πάω εγώ, γιατί εσύ πας για μια κλωστή και γυρίζεις με 10 σακούλες. 

Άσε αυτά που βρίσκεις στο δρόμο. 

Αυτά όμως είναι για άλλη ανάρτηση που θα έχει να κάνει με φορτηγό. 

-Κακίες!



-Άντε, άργησες κι ανησύχησα. 

-Πού να στα λέω, βάλε να φάμε και δεν θα το πιστέψεις ποιόν συνάντησα σήμερα. 

Όπως πάντα, πήγα με το ποδήλατο από την παραλία μας.

Αφού πήρα αυτά που ήθελες, ευτυχώς που τους είχες τηλεφωνήσει και τα είχαν έτοιμα, πήρα πάλι τον ίδιο δρόμο. 

Ο καιρός ωραίος κι απολάμβανα την διαδρομή. 

-Άσε τις λεπτομέρειες και μ έφαγε η περιέργεια, ποιόν είδες θα μου πεις;

Λίγο πριν αφήσω την παραλία και πάρω την ανηφόρα, εκεί που είναι τα περιστέρια, άκουσα να με φωνάζουν. 

-Ποδηλάτη, ε ποδηλάτη. 

Ήταν ο Γιώργος κι ο Θανάσης, οι συμμαθητές μου.

-Ε καλά, μ αυτούς περπατάς κάθε πρωί, αυτούς συνάντησες;

-Όχι μη βιάζεσαι. 

Μαζί τους ήταν ακόμη ένας .

-Έλα να δεις ποιος θα προστεθεί στην παρέα μας από δω και μπρος, τον θυμάσαι; μου είπαν. 

-Δεν μου θύμιζε τίποτα. 

Ένας χλωμός άνθρωπος, σκυφτός, με μάτια σκοτεινά, με κοίταξε και μου είπε. 

-Γιάννη δεν με θυμάσαι;

Είμαι ο Μάνος, ο φίλος σου και συμμαθητής σου.

-Ακόμα και τώρα που σου το λέω δεν το πιστεύω ότι ο φίλος μου, εκείνο το γελαστό παιδί, ήταν αυτός ο γερασμένος άνθρωπος. 

Κατάλαβε την απορία μου και μου εξήγησε. 

Όταν έφυγε μετανάστης πριν 40 χρόνια, η δουλειά που του έμελλε να κάνει, ήταν ανθρακωρύχος κάπου στο Βέλγιο. 

Νύχτα έμπαινε στις στοές και νύχτα έβγαινε. Το φως της ημέρας , σπάνια το έβλεπε, γι αυτό σκοτείνιασε το βλέμμα του.

Δύσκολη δουλειά κι ανθυγιεινή. 

Οι περισσότεροι δεν αντέχουν. 

Αυτός άντεξε ευτυχώς, αλλά γέρασε πριν την ώρα του .

Έτσι, μόλις βγήκε  στη σύντα, πήρε τη γυναίκα του και γύρισαν στην Ελλάδα. 

Τα παιδιά του βέβαια σπούδασαν εκεί κι έχουν καλές δουλειές, τα εγγόνια του πάνε σχολείο , δεν μπορούσε να έχει την απαίτηση να τα παρατήσουν όλα και να έρθουν εδώ. 

Πιστεύει όμως ότι θα έρχονται συχνά τώρα που έφτιαξε το πατρικό του σπίτι στο χωριό και θα χαίρονται τον ήλιο και τη θάλασσα της Ελλάδας. 

Να γνωρίσουν την πατρίδα τους και πού ξέρεις ίσως γυρίσουν κάποια μέρα κι αυτοί. 

Όσο μιλούσε, άρχισα να βλέπω μια λάμψη στα μάτια του και να αναγνωρίσω τον παλιό μου φίλο. 

Μου είπε ότι από κοινούς γνωστούς, βρήκε τα τηλέφωνα  των άλλων δύο και σκόπευαν να μου κάνουν έκπληξη αύριο το πρωί στο περπάτημα. 

Τους την έκανα όμως εγώ όταν εμφανίστηκα με το ποδήλατο μεσημεριάτικα. 

Δίπλα στο παγκάκι είχε ακουμπισμένο το ποδήλατό του.

Του υποσχέθηκα να τον γυρίσω στα παλιά μας λημέρια για να δει πόσο έχουν αλλάξει όλα. 

Το πρωί θα έρχεται μαζί μας για περπάτημα κι όποτε μπορεί θα παίρνουμε τα ποδήλατα και θα πηγαίνουμε βόλτες. 

Άλλαξε η όψη του από τη χαρά του.

Τους κάλεσα και στο χωριό. 

-Ήμουν σίγουρη γι αυτό. 

-Σου έχω και μια έκπληξη. 

-Κι άλλη;

-Όταν με ρώτησαν πώς και ήμουν τέτοια ώρα στην παραλία με το ποδήλατο, τους έδειξα τη σακούλα με τα υλικά που ήθελες για το πάπλωμα που φτιάχνεις με τα κουρελάκια. 

-Κάνει η γυναίκα σου πατσγουορκ, με ρώτησε. 

-Έμεινα κάγκελο.  Πού ξέρεις εσύ από αυτά, ανθρακωρύχος άνθρωπος; τον ρώτησα. 

-Η γυναίκα μου είναι μανιώδης δημιουργός, μου είπε, οπότε η ξενάγηση μου θα αρχίσει από τα μαγαζιά με τα υλικά. 

-Τί μου είπες το πρωί, ότι ήθελες να μου  μου βρεις δουλειά;

Ορίστε, θα αξιοποιήσω το ποδήλατο εξυπηρετώντας και τον φίλο μου. 

Ήταν άλλος άνθρωπος όταν χωρίσαμε.  Δε βλέπω την ώρα να ξανασυναντηθούμε αύριο. 

Τί θέλεις να σου αγοράσω από τα μαγαζιά;

-Τώρα δεν χρειάζομαι κάτι, αλλά να είσαι σίγουρος ότι μόλις γνωρίσω την γυναίκα του θα θέλω πάρα πολλά.

Αφού ασχολείται με κουρελάκια κι αυτή, έχουμε να πούμε πολλά. 

-Αυτό είναι για καλό τώρα ή για κακό;

-Με το καινούργιο κλείσιμο που βλέπω να έρχεται, για καλό είναι. 

Ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

Εσύ στο ποδήλατο σου κι εγώ στη μηχανή μου, αλλιώς δεν βλέπω να βγαίνουμε σώοι από την καινούργια καραντίνα!!!




Αυτή είναι η δική μου συμμετοχή στη φωτο-συγγραφική σκυτάλη που διοργανώνει η Μαίρη στο blog της Γήινη Ματιά. ( 6ος γύρος).

Πατώντας το link, μπορείτε να διαβάσετε τις μέχρι τώρα συμμετοχές.


Όταν είδα τη λέξη που διάλεξε ο φίλος μας ο Βασίλης για μένα, γέλασα γιατί έτσι λέω τον άντρα μου. 

Κι όχι μόνο εγώ αλλά και οι φίλοι μας.

Ο λόγος φυσικά είναι, γιατί γυρίζει παντού με το ποδήλατο του.

Αποφάσισα λοιπόν να του αφιερώσω αυτή την ανάρτηση. 

Όντως ό,τι χρειάζομαι και δεν μπορώ να πάω με τα πόδια, πηγαίνει και μου το φέρνει με το ποδήλατο. 

Οι στιχομυθίες κάπως έτσι εξελίσσονται καθημερινά, θα μπορούσε να είναι κι ένα επεισόδιο από το Μην αρχίζεις τη μουρμούρα.

Μακάρι να ήταν αληθινός κι ο φίλος που ήρθε από το Βέλγιο με την ειδήμονα του πάτσγουρκ γυναίκα του.


Με τη σειρά μου παραδίδω την παρακάτω φωτογραφία στην επόμενη που είναι η φίλη μας η Μία




και η λέξη είναι Ιστός.

Καλή έμπνευση Μαρία μου.


Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

ΟΙΚΙΑΚΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ!!!!





 Η Ντέζυ  έριξε τα τελευταία ρούχα στη βαλίτσα και την έκλεισε.  
Μήπως τα έβγαλε και καθόλου; Γέλασε μέσα της κι αναρωτήθηκε, με ποιο σκεπτικό είχε πάρει μαζί της τα επώνυμα συνολάκια της και τις 12ποντες γόβες;


Όταν στις αρχές Μαρτίου, πήραν την απόφαση να φύγουν, γέμισε βιαστικά τις βαλίτσες χωρίς να σκεφτεί ότι δεν είχε ξαναπάει σε χωριό!!!
Δεν ήθελε να φύγει, είχε αντιδράσει με σθένος στην αρχή, γιατί δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από  όλα όσα συνήθιζε.
Το γυμναστήριο, τα ψώνια, τα θέατρα, τους καφέδες με τις φίλες της.
Όλα αυτά , συμπλήρωναν την ημέρα της , μετά την δουλειά!!!

Χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια ο  Άλεξ για να την πείσει, ότι τίποτα δεν θα ήταν ίδιο όσες μέρες θα ήταν σε καραντίνα.
Θα ήταν κλεισμένοι μέσα στο σπίτι κι αυτοί και τα δύο τους παιδάκια.
Τον Τζακ και τη Μπέτυ 6 και 4 χρονών αντίστοιχα!!
Η μόνη έξοδος κι αυτή με χαρτί, θα ήταν στο σούπερ μάρκετ, σε φαρμακείο και σε γιατρό, αν χρειαζόταν.

Με βαριά καρδιά μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το χωριό του Άλεξ.
Τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα, γιατί πρώτη φορά θα πήγαιναν στο χωριό.
Τους παππούδες τους έβλεπαν, μόνον όταν εκείνοι μπορούσαν να κατέβουν στην πόλη, μερικές φορές τον χρόνο.

Οι γονείς του Άλεξ , αρκετά νέοι ακόμα, διατηρούσαν μια μικρή φάρμα στο χωριό.
Ο παππούς Ιάκωβος και η γιαγιά  Δέσποινα, όλη την ημέρα δεν σταματούσαν καθόλου.
Από νωρίς το πρωί, η έννοια τους ήταν τα ζωντανά  , οι κοτούλες , τα κατσικάκια, τα γουρουνάκια και φυσικά οι γατούλες και τα σκυλάκια.
Μετά φρόντιζαν τον μπαξέ τους , όπου ανάλογα με την εποχή,  είχαν φυτεμένα όλα τα αγαθά του κόσμου.

Μαζί τους πρώτος και καλύτερος ο μεγάλος παππούς, ο παππούς Αλέκος, έλεγχε τα πάντα και βοηθούσε όσο μπορούσε, αφού κόντευε πια τα 90.
Η μεγάλη γιαγιά, η γιαγιά Κατίνα ή αλλιώς Αλέξενα, είχε την επιμέλεια του φαγητού.
Όλη την ημέρα δεν σταματούσε να μαγειρεύει , να φτιάχνει πίτες και γλυκά!!!
Ο παππούς Αλέκος, γελούσε και καμάρωνε που είχε νέα γυναίκα, ούτε 80 χρονών κοριτσάκι.
Τη βοηθούσε να πάει στο σούπερ μάρκετ, όπως έλεγε τον λαχανόκηπό τους, από τότε που ρώτησαν τα μικρά τους εγγόνια , από πού θα ψώνιζαν για να μαγειρέψει η γιαγιά!!!

Ξεκινούσε τη μέρα της η γιαγιά Κατίνα με την προσευχή της μπροστά στην αναμμένη καντήλα και μετά συνέχιζε ακάθεκτη να παλεύει με τα κουζινικά της φτιάχνοντας ό,τι ήξερε και δεν ήξερε για να τους ευχαριστήσει όλους.
Και μη νομίζεται πως μετά σταματούσε, όχι, συνέχιζε στον αργαλειό της, που ήταν ακόμα στημένος στο πίσω δωμάτιο του σπιτιού, από τότε που ήρθε νύφη εδώ, σχεδόν παιδούλα!!!!

Ό,τι κι αν της έλεγαν, αυτή επέμενε πως ήταν η ώρα της ξεκούρασης, η ώρα της χαράς και της δημιουργίας!!!!!!!!
Αν δεν ύφαινε η ίδια το ύφασμα για τα στρωσίδια του σπιτιού, ακόμα και των ρούχων, δεν αναπαυόταν η ψυχή της.
Μπορεί να μην ήξερε τη λέξη  αυτάρκης και οικιακή αυτάρκεια,  αλλά ήταν και την εφάρμοζε μέχρι εκεί που μπορούσε κι έφταναν οι δυνατότητες της.

Και κοίτα να δεις που έχουν γίνει πάλι της μόδας τα υφαντά ρούχα κι αξεσουάρ, οι κουρελούδες και τα ριχτάρια!!!!!!!!

Η Ντέζυ, που τώρα όλοι την φώναζαν Μαργαρίτα, είχε ενθουσιαστεί με όλα αυτά και έκανε διάφορες σκέψεις κι όνειρα!!
Παλαιότερα ο Άλεξ, που τώρα όλοι τον φώναζαν Αλέξανδρο ή και Αλέκο  , είχε προσπαθήσει να την πείσει ότι μπορούσαν να συνδυάσουν την υγιεινή ζωή στο χωριό με την επαγγελματική δραστηριότητα .
Στο κάτω κάτω, είχαν σπουδάσει και οι δύο και δούλευαν σε δουλειές άσχετες με το αντικείμενό τους.
Τώρα όλα τα έβλεπε με άλλο μάτι, ιδίως τα πρόσωπα των παιδιών τους.
Η χαρά ήταν ζωγραφισμένη στα προσωπάκια  τους. Αυτά που είχαν μάθει εδώ στο χωριό, κοντά στους παππούδες και τις γιαγιάδες,  δεν θα τα μάθαιναν σε κανένα σχολείο.
Έμαθαν να ταΐζουν τις κότες και τα κατσικάκια, να ξεχωρίζουν και να αναγνωρίζουν τα λαχανικά, τα λουλούδια και τα δέντρα .
Η αγαπημένη ασχολία της μικρής Μπέτυ που τώρα όλοι την φώναζαν Δεσποινούλα, ήταν να μαζεύει μαζί με τη μεγάλη γιαγιά , χαμομήλι από το διπλανό χωράφι  και να το απλώνουν στη βεράντα επάνω σε καθαρά σεντόνια , για να στεγνώσει!!!

Όλο το χειμώνα θα έπιναν ζεστό ρόφημα και θα έλεγαν παραμύθια δίπλα στο τζάκι.
Δεν έβλεπαν την ώρα και οι δυο τους.




tasha-tudor

Ο Τζάκ, που τώρα τον φώναζαν όλοι Ιάκωβο, τρελαινόταν για βόλτες με τα μικρά αλογάκια.
Ο παππούς Ιάκωβος κρατούσε το χαλινάρι και τον πήγαινε γύρω γύρω στην αυλή.

Αλλά και η ίδια είχε διδαχτεί πάρα πολλά όλο αυτό τον καιρό!
Πρώτα πρώτα είχε μάθει να μαγειρεύει και μάλιστα πολύ ωραία, ακόμη και φύλλο προσπάθησε να ανοίξει με τη βοήθεια της γιαγιάς.
Δεν την έφτανε βέβαια ακόμα,αλλά συνέχιζε τις προσπάθειες.

Αυτά που την ενδιέφεραν όμως περισσότερο, ήταν τα υφαντά και η λεβάντα.
Σκεφτόταν να αξιοποιήσει το πτυχίο του Χημικού που είχε, βάφοντας η ίδια το μαλλί που έπαιρναν από τα πρόβατα ή  παρασκευάζοντας αιθέρια έλαια και σαπούνια, τα οποία θα μπορούσαν να πουληθούν ακόμα και στο εξωτερικό.
Εδώ θα ήταν χρήσιμο το πτυχίο του Άλεξ η Αλέξανδρου ή Αλέκου, αφού σπούδασε marketing.
Τελικά είχε δίκιο ο αγαπημένος της, πολλά μπορούσαν να κάνουν σ αυτό τον ευλογημένο τόπο. 

Έμενε να σκεφτεί με πιο τρόπο θα το ανακοίνωνε στη μητέρα της.
Η οποία σίγουρα θα διέδιδε στις φίλες της ότι η κόρη της  θα εξετρεφε στη φάρμα της σπάνια άλογα για ιππασία.
Ούτε λόγος για κατσίκια και πρόβατα ούτε για λαχανόκηπο και κοπριά, φυσικά! 😂😂

  -Μαργαρίτα, είσαι έτοιμη;
Μας περιμένουν για το αποχαιρετιστήριο δείπνο. Η γιαγιά έφτιαξε ό,τι καλύτερο μπορούσε κι ετοίμασε και τις τσάντες που θα μας δώσει γεμάτες πεσκέσια!
 -Λοιπόν, παιδιά μου, ας πιούμε στην υγειά μας κι άλλο κακό να μη μας βρει!!!
Ο παππούς σήκωσε το ποτήρι του κι αμέσως τον ακολούθησαν όλοι.
-Μας δώσατε μεγάλη χαρά με τον ερχομό σας εδώ. Όσο σκεφτόμασταν ότι θα περνούσατε όλες αυτές τις μέρες κλεισμένοι σε 4 τοίχους, αρρωσταίναμε!!!!!!
Τώρα ελπίζουμε να μας έρχεστε πιο συχνά, να ας πούμε για τις καλοκαιρινές σας διακοπές, ε, τι λέτε;
Τα παιδικά ματάκια άστραψαν και τα κεφαλάκια γύρισαν για να κοιτάξουν τους γονείς τους.
-Αλήθεια, μπορούμε να ξανάρθουμε μαμά; Είπαν με μια φωνή.
Θα μας λείψουν οι κοτούλες και τα κατσικάκια και οι βόλτες σε όλο το κτήμα με τις γιαγιάδες και τους παππούδες.
Η ερώτηση πήγε αποκλειστικά στη μαμά τους, τη Μαργαρίτα, γιατί τα αυτάκια τους είχαν πιάσει μερικές φορές την απέχθεια της για το χωριό!!!
14 ζευγάρια μάτια κι άλλα τόσα αυτιά , περίμεναν την απάντηση της.
-Μάλλον δεν θα μπορέσουμε να έρθουμε, άρχισε να λέει κι αμέσως η συννεφιά απλώθηκε στα πρόσωπα όλων, γιατί για να έρθουμε, βιάστηκε να συμπληρώσει, πρέπει πρώτα να φύγουμε , οπότε αποφασίσαμε με τον μπαμπά σας, να μείνουμε εδώ και να κάνουμε μια καινούργια αρχή!
Τι λέτε, συμφωνείτε όλοι;
Το ουράνιο τόξο ανέτειλε στα πρόσωπα τους κι αυτή ήταν η απάντηση στην ερώτηση της Μαργαρίτας, πρώην Ντέζυ.



Αυτή ήταν η συμμετοχή μου , στη φωτογραφική σκυτάλη που διοργανώνει η Μαίρη στη Γήινη Ματιά της
Τη φωτογραφία την παρέλαβα από την Ελένη, μαζί με την λέξη Αυτάρκης , που έπρεπε να συμπεριλάβω στο κείμενο.


Με τη σειρά μου δίνω τη σκυτάλη στη Μαρία με την πιο κάτω φωτογραφία και τη λέξη, όνειρα .


Πηγή





Καλή επιτυχία Μαρία!!!

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

ΛΙΓΗ ΥΠΟΜΟΝΗ ΑΚΟΜΑ!!!!!

 Φωτο-Συγγραφική Σκυτάλη #4





Το ρυθμικό κούνημα του τραίνου τον νανούριζε.

Λίγο πριν, φόρεσε τις μεταξωτές του πυτζάμες ,  κρέμασε το ακριβό του κοστούμι  στην κρεμάστρα, έβαλε την βαλίτσα στο ντουλάπι και ξάπλωσε  στο αναπαυτικό κρεβάτι της πρώτης θέσης .

Τι απόφαση κι αυτή, να ακυρώσει τελευταία στιγμή το αεροπορικό εισιτήριο και να ταξιδέψει με το τραίνο!
Ήθελε όμως να γυρίσει πίσω με τον ίδιο τρόπο που έφυγε από την πατρίδα του πριν ……πριν πόσα χρόνια;
Γι αυτό  θέλησε να ταξιδέψει με το τραίνο, για να σκεφτεί όλα αυτά τα χρόνια .
Πώς έφυγε, πού πήγε , τί έγινε , τι κέρδισε, τι έχασε;

Δύο μήνες παντρεμένοι κι έπρεπε να την αποχωριστεί.
Ξεκίνησαν τη νέα τους ζωή με τόσα όνειρα!
Φτωχοί μεν, αλλά πολύ ερωτευμένοι. Η ζωή στο χωριό ήταν δύσκολη κι έπρεπε να παλέψουν, να δουλέψουν σκληρά.
Δεν τους τρόμαζε όμως η δουλειά, ήταν νέοι, δυνατοί και γεμάτοι όνειρα.
Όνειρα που πάγωσαν μαζί με τη σοδειά τους.
Καταστράφηκαν τα πάντα .
Και τώρα πώς θα πλήρωναν τα χρέη τους;
 Δεν υπήρχε άλλος τρόπος  πια.
Ο μεσάζων που γύριζε στα χωριά και πρόσφερε δουλειά κάπου στην Ευρώπη, θα ξαναπερνούσε σε λίγες μέρες για την τελική απάντηση.

Η μετανάστευση ήταν η μόνη λύση!
Σίγουρα θα έφευγαν πολλοί οι νέοι από το χωριό τους , μετά από αυτή την κακοκαιρία.

Με πολύ πόνο στην καρδιά , τη φίλησε για άλλη μια φορά , άρπαξε τη μικρή βαλίτσα του και το μπογαλάκι με τα λιγοστά τρόφιμα για το δρόμο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε βιαστικά.
Ο δυνατός αέρας σκέπασε τα γοερά κλάματα της Ασημένιας του.
Ευτυχώς , γιατί λίγο ήθελε να γυρίσει πίσω.
Στην πλατεία του χωριού περίμενε το φορτηγό που θα τους μετέφερε στον πιο κοντινό σταθμό.
Αυτό ήταν, το τραίνο ξεκίνησε μουγκρίζοντας σαν δράκος.
Άλλη μια φουρνιά από ζεστό κρέας θα έτρωγε κι αυτή τη φορά.
Όλα τα νέα παλικάρια που αναγκάζονταν να αφήσουν την πατρίδα τους για να δουλέψουν στα ξένα.
Σε κάθε σταθμό ανέβαιναν όλο και πιο πολλοί, άλλοι γελαστοί και χαρούμενοι κι άλλοι λυπημένοι όπως αυτός.
Δυο μερόνυχτα κράτησε το ταξίδι τους για το βορρά.
 Τα λιγοστά τρόφιμα, ψωμί, ελιές, λίγο τυρί και πίτα που του έφτιαξε η μάνα του,  ίσα που έφτασαν.

Θα έκανε υπομονή, θα έκαναν υπομονή για ένα χρόνο, τόσο είχαν πει ότι θα δούλευε, ένα χρόνο , ίσα για να ξεχρεώσουν και μετά θα γύριζε πίσω .
Πίσω στην αγαπημένη του Ασημένια.
Τώρα που έφτασαν, η πρώτη του δουλειά ήταν να της γράψει ότι έφτασαν καλά , ότι ο καιρός θα περνούσε  γρήγορα και θα ήταν πάλι μαζί.
Τα νέα ήρθαν γρήγορα , μετά από ένα μήνα, με το τραίνο που έφερε  τους καινούργιους,
 Η Ασημένια  περίμενε το πρώτο τους παιδί.
Να χαρεί, να κλάψει;
Αυτό σήμαινε κι άλλα έξοδα, ίσως κι άλλος χρόνος μακριά της.

Λίγη υπομονή ακόμα αγαπημένη μου.

Γνώρισε τον γιο του τρία χρόνια μετά, τότε θεώρησε ότι το κομπόδεμα του ήταν αρκετό για να ξοδέψει λίγα για το ταξίδι της επιστροφής.
Νόμισε, ότι η εξορία του έφτασε στο τέλος της.

Ο γάμος της αδερφής του, ήταν δική του υποχρέωση αφού αυτά τα χρόνια  ο πατέρας τους αρρώστησε και πέθανε. .

Λίγη υπομονή ακόμη Ασημένια μου.

Μόλις πάω θα φροντίσω για τα χαρτιά σου, θα είμαστε μαζί και θα μαζέψουμε πιο γρήγορα όλα όσα χρειάζονται.
Το παιδί θα μείνει λίγο καιρό με  την μάνα μου για να μπορέσεις να δουλέψεις κι εσύ,.
Δεν έφυγε ποτέ η Ασημένια.
Έμεινε πίσω κι έφερε στον κόσμο την κόρη τους.

Τώρα είχε καλύτερη δουλειά και πίστευε πως έφτασε η ώρα της επιστροφής.
Μήπως όμως να έκαναν λίγη υπομονή ακόμα για να αγόραζαν ένα σπίτι για το κοριτσάκι τους;
Λίγη υπομονή ακόμα για να τελειώσει ο γιος τους το σχολείο και να του ανοίξουν μια δουλειά να μη παιδεύεται με τη γη;
Λίγη υπομονή ακόμα , γιατί βρήκε μια καταπληκτική ευκαιρία, ένα μαγαζί στο κέντρο της πόλης όπου έμενε;
Θα ήταν πια αφεντικό και δεν θα είχαν ανάγκη κανέναν.
Τώρα θα την έπαιρνε κοντά του οπωσδήποτε.
Τα παιδιά ήταν μεγάλα , μπορούσαν να μείνουν με τη γιαγιά τους για λίγο καιρό.
Λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.
Η μάνα έφυγε ξαφνικά και για άλλη μια φορά η Ασημένια έμεινε στο χωριό.


Γύριζε πίσω.
Οριστικά αυτή τη φορά.
Το σπίτι της κόρης αγοράστηκε , η δουλειά του γιου στήθηκε.
-Τα πούλησα όλα Ασημένια μου κι έρχομαι.
Φτάνει τόση υπομονή, έχει κι αυτή τα όρια της και νομίζω ότι τα ξεπεράσαμε προ πολλού.
Ήταν τα λόγια του στο τηλέφωνο.
Λίγη μόνο υπομονή μέχρι να γυρίσω και να αρχίσουμε από την αρχή, από εκεί που σταματήσαμε πριν ….πριν πόσα χρόνια;

Συγνώμη αγαπημένη μου για όλα όσα σου στέρησα, όλα όσα στερηθήκαμε.
Τα χρήματα μπορεί να αγοράζουν σπίτια και δουλειές, δεν αγοράζουν όμως άδειες νύχτες, άδειες αγκαλιές.
Μπορεί να κέρδισα πολλά , μπορεί να έφυγα με μπαλωμένα ρούχα και τώρα να γυρίζω με ακριβό κοστούμι και βαλίτσες γεμάτες δώρα,  έχασα όμως όλες τις οικογενειακές μας στιγμές.

Ελπίζω να  τις αναπληρώσουμε , μεγαλώνοντας  μαζί τα εγγόνια μας.


Αυτή ήταν η δική μου συμμετοχή για την 4η Φωτο-Συγγραφική Σκυτάλη  που διοργανώνει η Μαίρη από την ΓΗΙΜΗ ΜΑΤΙΑ  που τόσο αγαπήσαμε!
Μαίρη μου, ευχαριστώ πολύ.
Χαίρομαι που παίρνω κι εγώ μέρος σ αυτό το δρώμενο!



Τη φωτογραφία την διάλεξε η  Κλαύδια που προηγήθηκε και η λέξη-κλειδί είναι Μετανάστευση.
Σ ευχαριστώ πολύ Κλαύδια μου.  Είχα μεγάλη αγωνία για τη φωτογραφία και τη λέξη.

Δεν θα μπορούσες να διαλέξεις πιο κατάλληλη για μένα.
Κόρη μετανάστη, έγραψα μια ιστορία φανταστική αλλά όχι κι απίθανη.
Διάλεξα να έχει αίσιο τέλος γιατί και μόνο ο τίτλος πονάει.


'Ήρθε η σειρά μου να παραδώσω τη σκυτάλη στην επόμενη που είναι η Κατερίνα από το https://pause-theblog.blogspot.com/



Η λέξη-κλειδί είναι ΕΞΟΔΟΣ 
Κατερίνα, μπορείς να την ερμηνεύσεις όπως θέλεις .
Σαν τέλος ή σαν αρχή.
Καλή επιτυχία!!!!!




Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΠΑΟΥΛΟΥ, φωτο-συγγραφική σκυτάλη #3









Η Αλεξάνδρα και η Αφροδίτη, πιασμένες χέρι χέρι, έβλεπαν τους επιβάτες να βγαίνουν σιγά σιγά από το αεροπλάνο που μόλις είχε φτάσει και προσπαθούσαν να διακρίνουν ανάμεσα τους τις φίλες που περίμεναν.

                                                                         *

Όλα άρχισαν από την ημέρα που αποφάσισαν να πάνε στο χωριό τους για   να σκεφτούν τι θα κάνουν με το σπίτι της γιαγιάς Αλεξάνδρας.
Η αγαπημένη τους γιαγιά, είχε ‘φύγει’ πριν λίγους μήνες, χαμογελαστή και ήρεμη, μέσα στον ύπνο της, κρατώντας στα χέρια της το κέντημα της.

Το σπίτι αυτό το αγαπούσαν, γιατί σ αυτό μεγάλωσαν. Όχι όλο το χρόνο βέβαια, αλλά δεν πέρασαν ούτε ένα καλοκαίρι μακριά του και μακριά από την γιαγιά Αλεξάνδρα.
Και τί δεν έμαθαν κοντά της.
Από πολύ μικρές τις έβαζε να ζυμώνουν και να πλάθουν κουλουράκια, κάθε φορά που ετοίμαζε το ψωμί της εβδομάδας.
Με τα μικρά τους χεράκια, πάλευαν με τις ώρες, μέχρι να τελειώσει κι εκείνη και να τα ψήσουν στον φούρνο της αυλής που τον έκαιγε από το πρωί.
Κι όταν μεγάλωσαν λίγο, τις άφηνε να ζυμώνουν τις λειτουργιές για την εκκλησία.
Έλεγε πως γίνονταν καλύτερες όταν τις έφτιαχναν αθώες ψυχούλες.

Έμαθαν να φυτεύουν λαχανικά στον κήπο που  ετοίμαζε ο παππούς γι'αυτές. 
Ήξεραν να τα ξεχωρίζουν όλα από τα φύλλα τους μόλις αυτά ξεμύτιζαν από το χώμα.
Τα πότιζαν, τα φρόντιζαν και μετά απολάμβαναν τον κόπο τους όλοι μαζί.

Τα απογεύματα κάθονταν στην πίσω αυλή κάτω από τη φλαμουριά και τους μάθαινε να κεντάνε.
Τα πρώτα τους μάλιστα καδράκια, ακόμα είναι κρεμασμένα στον τοίχο του σαλονιού.
Και τις βροχερές μέρες ή τις κρύες νύχτες των Χριστουγέννων, γιατί και τις διακοπές των γιορτών εκεί τις περνούσαν, κάθονταν κοντά στο αναμμένο τζάκι κι άκουγαν με ανοικτό
στόμα τις ωραίες ιστορίες που τους έλεγε.

Ούτε λόγος να πουλήσουν αυτό το σπίτι.
Θα το ανακαίνιζαν λίγο και το πολύ πολύ να  νοίκιαζαν  το μισό σε τουρίστες που έρχονταν συχνά για πεζοπορία μέσα στα βουνά.
Δεν ήθελαν να αλλάξουν το παραδοσιακό στυλ του σπιτιού, παρά μόνο να το εξοπλίσουν και να το κάνουν πιο λειτουργικό.

Ξεκίνησαν πολύ πρωί  από την πόλη τους, με σκοπό να καταγράψουν τις εργασίες που θα χρειαζόταν το σπίτι και να δουν ποια από τα πράγματα θα κρατούσαν και ποια θα πετούσαν.

Πού να ήξεραν τι έκπληξη τους περίμενε!

Ξεκίνησαν από έξω πρώτα κι αφού κατέγραψαν τα βασικά , μπήκαν μέσα για να συνεχίσουν στη δροσιά που πρόσφερε το παλιό σπίτι με τους πέτρινους τοίχους.
Θα παρουσίαζαν αυτή τη μελέτη στην πτυχιακή τους, μιας και σπούδαζαν Αρχιτεκτονική και οι δυο.

Το πρώτο πράγμα που είδαν μπαίνοντας  στη σάλα, ήταν τα δικά τους καδράκια.
Με μια κίνηση , πολλές φορές το έκαναν αυτό αφού ήταν δίδυμες, έπιασαν από ένα και  τα ξεκρέμασαν συγχρόνως από τον τοίχο.
Έβαλαν τα γέλια και είπαν με μια φωνή, αυτά είναι Μουσειακά κομμάτια γι αυτό και κατάσχονται!!!!!

-Πόσο χρονών ήμασταν άραγε όταν τα φτιάξαμε ;
-Από πίσω θα γράφει. Η γιαγιά  συνήθιζε να γράφει ημερομηνίες και να κρατάει σημειώσεις για όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής  της και της ζωής μας και τέτοιο συγκλονιστικό γεγονός, όπως τα κεντημένα μας καδράκια, δεν θα το άφηνε ασχολίαστο.
-Όντως γράφει, ήμασταν 10 χρονών όταν τα κεντήσαμε.
Τα σημερινά παιδιά ούτε που ξέρουν τι θα πει κέντημα.
-Για δες, τι είναι αυτό εδώ πίσω κολλημένο;
-Ένα σημείωμα! Έχει τα ονόματα μας γραμμένα, άρα είναι για μας.
-Διάβασε λοιπόν, τι περιμένεις;

-Αγαπημένα μου κοριτσάκια, για να διαβάζετε αυτό το σημείωμα, μάλλον έχω "φύγει" ή είμαι άρρωστη και σκοπεύω να φύγω σύντομα κι εσείς σκέφτεστε τί θα κάνετε με το σπίτι.
Είμαι σίγουρη ότι θα το κρατήσετε, αλλά πριν πετάξετε ό,τι σας είναι άχρηστο, πρέπει να σας πω μια ιστορία!!!
Πίσω από το άλλο καδράκι, αν ξεκολλήσετε λίγο το χαρτί, θα βρείτε δυο κλειδιά.
Αυτά τα κλειδιά ανοίγουν ένα μικρό μπαούλο που είναι κρυμμένο στη σοφίτα.
Θα το βρείτε στην πίσω δεξιά γωνία, αφού μετακινήσετε προσεκτικά, όλα τα παλιά έπιπλα που έχω στοιβάξει γύρω του κι επάνω του για να μη φαίνεται.

Εμπρός , μη κοιτάτε με ανοικτά τα στόματα σας η μια την άλλη, έχουμε και δουλειές.
Ανεβείτε στη σοφίτα κι αρχίστε το ψάξιμο.

Η Αλεξάνδρα και η Αφροδίτη, έκλεισαν συγχρόνως τα στόματα τους και με μια φωνή είπαν.
-Βρε γιαγιά, έχεις όρεξη για παιχνίδια κι από κει που είσαι;

Πήραν τα κλειδιά πίσω από το καδράκι και προχώρησαν μουδιασμένες μέχρι τη σκάλα που οδηγούσε στη σοφίτα.
Καμία δεν έκανε το πρώτο βήμα.
Τι να τις περίμενε άραγε;
Μήπως ήταν μια πλάκα της γιαγιάς;
-Να το αφήσουμε για αύριο το πρωί; Μίλησε πρώτη η Αλεξάνδρα.
-Όχι βέβαια, είπε θαρραλέα η Αφροδίτη κι άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα.
Ποιος κοιμάται ξέροντας ότι κάτι κρύβεται πάνω από το κεφάλι του;
Βρήκαν τον διακόπτη στα τυφλά κι άναψαν το φως.
-Είχα ένα φόβο μην ήταν καμένη η λάμπα , είπε με τρεμουλιαστή φωνή η Αλεξάνδρα.
-Τι τρέμεις καλέ; Εγώ νομίζω ότι θα βρούμε τίποτε ραβασάκια της γιαγιάς που δεν θα ήθελε να πέσουν σε ξένα χέρια και της βγει το όνομα.
Τι θα λένε οι άγγελοι γι αυτήν μετά στον Παράδεισο, είπε γελώντας η Αφροδίτη.
-Αποκλείεται, απάντησε η αδελφή της.
Η γιαγιά παντρεύτηκε πολύ μικρή τον παππού κι από ό,τι έλεγε ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του.
Δεν θυμάσαι πόσο αγαπημένοι ήταν;
Η μόνη φορά που του έβαλε τις φωνές, ήταν όταν προσπαθούσε ο καημένος να μας μάθει ποδήλατο κι εμείς χτυπήσαμε τα γόνατα μας.  
Μέχρι που έφυγε εκείνος, κρατιόταν από το χέρι όπου κι αν πήγαιναν.
Ο μόνος τρόπος για να μάθουμε το μυστικό, είναι να βρούμε το μπαούλο.

Με κόπο κουβάλησαν στην άλλη άκρη της σοφίτας ένα ένα όλα τα παλιά έπιπλα.
Στο τέλος, σκεπασμένο με ένα χοντρό υφαντό κάλυμμα, ανακάλυψαν το περιβόητο μπαούλο.
Διστακτικά έβαλαν τα κλειδιά στις κλειδαριές και τα γύρισαν δυο φορές.
Το καπάκι άνοιξε τρίζοντας.
Η μυρωδιά της λεβάντας, δήλωνε ότι η γιαγιά το άνοιγε συχνά για να την ανανεώσει.
Η τελευταία φορά όμως πρέπει να ήταν πριν από πέντε χρόνια, όταν αρρώστησε και  την πήραν στην πόλη για να ζήσει μαζί τους.
Σήκωσαν το άσπρο κεντημένο σεντόνι που σκέπαζε τα πάντα.
Πάνω πάνω ήταν ένα πακέτο γράμματα.
Κι από κάτω ρούχα καινούργια , σχεδόν αφόρετα, μιας άλλης εποχής.
Ήταν σε μικρό μέγεθος, για κοριτσάκι 10 με 12 χρονών.
Σίγουρα δεν ήταν της γιαγιάς Αλεξάνδρας όταν ήταν σ αυτή την ηλικία.
Τέτοια ρούχα δεν υπήρχαν στα χωρία, ιδίως εκείνα τα χρόνια.
-Τι ωραία ρούχα, έλεγαν και οι δύο και τα σήκωναν προσεκτικά, ένα ένα.
Όλα είχαν κεντημένο ένα μονόγραμμα από μέσα.
Ένα καλλιγραφικό R
Ποιανής να ήταν άραγε και γιατί η γιαγιά τα φύλαξε;
Στο τέλος, κάτω κάτω, μέσα σε μια πάνινη σακούλα με περισσότερη λεβάντα, ήταν ένα ολόμαλλο παλτό.
Δεν είχαν ξαναδεί τόσο ωραίο ύφασμα και ράψιμο, οι δυο αδερφές.
Κάτι προεξείχε από την τσέπη του. Ένα κίτρινο αστέρι. Τι ήταν αυτό άραγε; Χριστουγεννιάτικο στολίδι;

-Νομίζω πρέπει να διαβάσουμε τώρα τα γράμματα για να λύσουμε το μυστήριο, είπε η Αλεξάνδρα.
Έκατσαν δίπλα δίπλα στα μαξιλάρια που είχαν πετάξει στο πάτωμα κι άνοιξαν το πρώτο γράμμα που είχε γραμμένο από έξω τα ονόματα τους.

                                                                       *
-Αφού φτάσατε μέχρι εδώ, αγαπημένα μου κοριτσάκια, είμαι ήσυχη ότι θα κάνετε αυτά που θα σας πω.
Τα ρούχα που βλέπετε, θα καταλάβατε ότι δεν ήταν δικά μου.
Πού να βρίσκαμε εμείς στα χωριά τέτοια ρούχα και ιδίως μέσα στον πόλεμο;

Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ του 1942, ο θείος μου κι αδερφός του πατέρα μου, χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα έχοντας πίσω του ένα φοβισμένο κοριτσάκι.
Έναν φοβισμένο άγγελο, τόσο όμορφο ήταν!
Παγωμένοι όλοι, περιμέναμε να μας μιλήσει ο θείος μου και να μας πει πού βρήκε το κοριτσάκι.

Είχε κατέβει στην πόλη να πουλήσει αλεύρι και να αγοράσει άλλα πράγματα που χρειάζονταν οι  οικογένειες στα χωριά.
Την ημέρα εκείνη παρατήρησε πολύ κόσμο μαζεμένο κοντά στο σταθμό των τρένων.
Πριν προλάβει να ρωτήσει τι συμβαίνει, ένας κύριος καλοντυμένος, του έβαλε στο χέρι το μικρό χεράκι του κοριτσιού και του είπε.
-Φαίνεσαι καλός άνθρωπος, πάρτην μαζί σου για να τη σώσεις. Εμάς δεν ξέρω πού θα μας πάνε κι αν ξαναγυρίσουμε ποτέ.
Πες μου μόνο πώς σε λένε και από ποιο χωριό είσαι κι αν γυρίσουμε θα έρθω να τη γυρέψω.
Ο θείος μου μηχανικά , του είπε το όνομα του και το χωριό του κι έμεινε να τον κοιτάζει με μάτια ορθάνοικτα καθώς εκείνος χάνονταν μέσα στο πλήθος.
Τράβηξε τη μικρή στο πλάι, τη σκέπασε με ένα υφαντό που είχε στα καπούλια του αλόγου του, την ανέβασε προσεκτικά και ξεκίνησε να βγει από την πόλη σιγά σιγά για να μη δώσει στόχο.
Από αυτά που άκουγε καθώς προχωρούσε, κατάλαβε ότι οι Γερμανοί θα φόρτωναν στα τρένα τους Εβραίους της περιοχής τους και θα τους πήγαιναν κάπου για δουλειά, έλεγαν.

Τα νέα αργούσαν να φτάσουν στα χωριά και δεν γνώριζαν όλα όσα γίνονταν στις πόλεις.

Σε λίγες ώρες έφτασαν στο χωριό κι ο θείος μου την έφερε κατευθείαν σε μας.
Σκέφτηκε ότι εγώ είχα περίπου την ίδια ηλικία μαζί της και θα της ήταν πιο εύκολο να περνάει τη μέρα της όσο να γυρίσουν οι δικοί της.

Η πρώτη δουλειά της μάνας μου ήταν να βγάλει όλα τα ρούχα του κοριτσιού και να της φορέσει δικά μου.
Ύστερα μας ορμήνεψε να μη πούμε σε κανέναν τίποτα για αυτή. Για να τη δώσει έτσι σε έναν άγνωστο ο πατέρας της, κάτι πολύ κακό συνέβαινε στις πόλεις, μας είπε.

Γίναμε αχώριστες.
Μαζί τρώγαμε , μαζί κοιμόμασταν, μαζί κεντούσαμε με το φως της γκαζόλαμπας δίπλα στο τζάκι.
Ούτε λόγος για παιχνίδια στην αυλή κι όταν έρχονταν κάποια γειτόνισσα, εμείς ανεβαίναμε τρέχοντας στη σοφίτα.
Πέρασε έτσι όλος ο χειμώνας κι εμείς ήμασταν πια σαν αδελφές και καλύτερα.
Αλλά και η μάνα κι ο πατέρας μας, σαν δικό τους παιδί τη φρόντιζαν.

Μαθαίναμε ότι τα πράγματα χειροτέρευαν και κινδυνεύαμε όλοι αν την έβρισκαν στο σπίτι μας.
Ο θείος μου έψαχνε τρόπο να τη φυγαδεύσει και μόλις έμαθε ότι κάποιοι δικοί της βρήκαν τρόπο να φύγουν από την Ελλάδα, τους ζήτησε να την πάρουν μαζί τους.

Εγώ έπεσα να πεθάνω, αλλά κατάλαβα ότι ήταν για το καλό της Ραχήλ, έτσι την έλεγαν τη φίλη κι αδελφή μου.
Υποσχεθήκαμε η μια στην άλλη να μη ξεχαστούμε και κάποτε να ξαναβρεθούμε.
Της έγραφα γράμματα κάθε μέρα, αυτά που είναι δεμένα μέσα στο μπαούλο, γράμματα που δεν έστειλα ποτέ γιατί δεν ήξερα πού να τα στείλω.

Ποτέ δεν μίλησα σε κανένα για τη Ραχήλ. Οι γονείς  μου κι ο θείος μου ήταν οι μόνοι που ήξεραν .
Δεν το είπα ούτε καν στον παππού σας, όταν παντρευτήκαμε, αν και είχε τελειώσει πια ο πόλεμος, φοβόμουν τόσο για τη ζωή της .
Ούτε στον γιο μου, τον πατέρα σας, είστε οι μόνες που το μαθαίνετε.
Ήθελα, όσο είμαι ακόμα καλά κι έχω τα μυαλά μου, να σας τα πω , αλλά φοβόμουν μη σας ταράξω.
Τώρα φαντάζομαι θα μεγαλώσατε αρκετά και θα μπορέσετε να με καταλάβετε.
Θέλω να βρείτε τρόπο να μάθετε για τη Ραχήλ, αν σώθηκε τελικά .
Ίσως τώρα να μη ζει, αλλά θέλω να βρείτε κάποιους συγγενείς της και να τους παραδώστε τα ρούχα της.
Σας το ζητώ σαν τελευταία χάρη.
Σας αγαπώ πολύ.
Η γιαγιά σας .

                                                                          *

Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια τους.
-Καλή μας γιαγιά, τώρα εξηγούνται όλα.
Τώρα καταλαβαίνουμε την αγωνία σου κάθε απόγευμα να σε ντύσουμε, να σε χτενίσουμε και να σε βάλουμε δίπλα στο παράθυρο με το κέντημα στα χέρια.
Περίμενες έλεγες τη αδελφή  σου τη Ραχήλ για να κεντήσετε παρέα κι εμείς γελούσαμε  γιατί ξέραμε ότι δεν είχες αδελφή.
Κεντούσες, χωρίς βελόνα φυσικά, ανεβοκατεβάζοντας το χέρι σου κι όταν σκοτείνιαζε και σε πηγαίναμε στο κρεβάτι σου, μας ρωτούσες αν κεράσαμε κάτι την Ραχήλ.
Τι κάνει στον άνθρωπο το άτιμο το Alzheimer.

-Πώς κι από πού θα πάρουμε πληροφορίες, για την τύχη της, μου λες;
-Κάτι σκέφτηκα, ας ξημερώσει και θα δούμε. Πάμε για ύπνο τώρα.

Ο ύπνος δεν ήρθε ποτέ για τα κορίτσια.
Όλο το βράδυ κατέστρωναν σχέδια και  πρωί πρωί έπιασαν δουλειά.
Επικοινώνησαν με την Εβραϊκή κοινότητα και τους είπαν την ιστορία της γιαγιάς τους.
Έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον κι όταν τους είπαν και τα στοιχεία της, τα οποία ήταν  κεντημένα στη φόδρα του παλτό της, μια έκπληξη τις περίμενε.
Εδώ και χρόνια οι εγγονές της Ραχήλ , προσπαθούσαν να εντοπίσουν το χωριό και τους ανθρώπους που την έκρυψαν, αλλά δεν τα είχαν καταφέρει.
Σε αντίθεση με τη δική μας γιαγιά, εκείνη τους μιλούσε συνέχεια για τη φίλη κι αδελφή της , Αλεξάνδρα, που έμενε σε ένα ορεινό χωριό  λίγες ώρες από την πόλη που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει.
Είχαν έρθει δύο φορές στην Ελλάδα από την Αμερική, ναι εκεί είχε πάει η Ραχήλ, αλλά δεν βρήκαν κάτι, αφού κανείς δεν γνώριζε για την ύπαρξη της και τη  διάσωση της.

                                                                     *

Δύο κοπέλες πιασμένες χέρι χέρι, έρχονταν προς το μέρος τους.
Η Ραχήλ και η Ρεβέκκα, όπως συστήθηκαν , ήταν οι εγγονές της γιαγιάς Ραχήλ.
Τα τέσσερα κορίτσια μετά τις πρώτες στιγμές αμηχανίας, πήραν το δρόμο για το χωριό.
Δεν ήθελαν να περιμένουν άλλο, ήθελαν να δουν το χώρο που έζησε έστω για λίγο η αγαπημένη τους γιαγιά.

Καθισμένες όλες μαζί στο πάτωμα της σοφίτας , στις μεγάλες μαξιλάρες, διάβαζαν τα γράμματα που είχαν γράψει η μια στην άλλη.
Η Αλεξάνδρα της έγραφε για τη ζωή στο χωριό και η Ραχήλ για το δύσκολο ταξίδι με το πλοίο μέχρι την Αμερική και τη ζωή της εκεί.
Και τα γράμματα της Ραχήλ  δεν ταχυδρομήθηκαν ποτέ, γιατί ούτε κι αυτή ήξερε πού να τα στείλει.
Δεν της είχαν πει  σε ποιο χωριό έμεινε, ούτε πώς έλεγαν την οικογένεια που την έκρυψε.
Όλοι κινδύνευαν από όλους εκείνα τα χρόνια.


Και η γιαγιά Ραχήλ ,τα τελευταία χρόνια ήταν κοντά στα παιδιά της , γιατί κι αυτή ζούσε στον δικό της κόσμο, τον κόσμο του Alzheimer  και κάθε απόγευμα κεντούσε δίπλα στο παράθυρο και μιλούσε με την φανταστική της φίλη κι αδελφή, Αλεξάνδρα.
Άλλωστε ήταν η μόνη συγγενής που είχε από τότε που έφυγαν  οι δικοί της και δεν ξαναγύρισαν ποτέ. 

Η Ραχήλ και η Αλεξάνδρα, η Αφροδίτη και η Ρεβέκκα, υποσχέθηκαν να μη χαθούν και να κάνουν όποτε μπορούν κοινό μνημόσυνο για τις δυο φίλες κι αδελφές.



.

 



Με την ιστορία αυτή συμμετέχω στη φωτο-συγγραφική σκυτάλη #3 που διοργανώνει η αγαπημένη μας Μαίρη μέσω του blog της Γήινη Ματιά. (εδώ μπορείτε να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές)






Τη φωτογραφία που μου έδωσε την έμπνευση, την παρέλαβα από την Ελένη Φλογερά, καθώς και τη λέξη μυστήριο που έπρεπε να συμπεριλάβω στο κείμενο μου.

Ελένη μου με τη φωτογραφία αυτή , μου έδωσες τη δυνατότητα να πω πράγματα που άκουσα από τη δική μου γιαγιά όταν ήμουν μικρή!!!!!!!
Φυσικά υπάρχουν και φανταστικά στοιχεία μέσα στην ιστορία!!!!!
Ελένη και Μαρία σας ευχαριστώ πολύ για το ωραίο φωτο-συγγραφικό ταξίδι μας.


Με τη σειρά μου κι εγώ παραδίδω τη σκυτάλη στη Μαρία Νικολάου με την παρακάτω φωτογραφία και τη λέξη ισορροπία .

πηγή


Μαρία μου καλή επιτυχία.













Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ!!!


Μη κλαίς αγαπημένη μου, σε ένα χρόνο θα είμαι πίσω ό,τι κι αν γίνει .
_ Βουβό κλάμα .
_ Το ξέρεις οτι προσπάθησα πολύ να βρω δουλειά για να μπορέσουμε να στήσουμε το σπιτικό μας, αλλα στάθηκε αδύνατο να βρω κάτι άλλο εκτός από πακετάς.
Πακετάς με 3 πτυχία δε λέει. 
Θα μιλάμε συνέχεια στο Skype .

_ κούνημα του κεφαλιού και βουβό κλάμα. 

_Α! Ένα μπαλόνι!
Θα ξέφυγε από κανένα παιδάκι. 
Ας το κρατήσουμε μήπως έρθει να το ψάξει. 



_ Γελάς; αγαπημένη μου γελάς;
Το μπαλόνι σε έκανε να γελάσεις ή κάτι άλλο:

_Το μπαλόνι μου θύμισε μια ιστορία και το θεώρησα σημαδιακό .
Αν θέλεις να σου την πω.
Αφορά τον παππού μου και τη γιαγιά μου λίγο πριν παντρευτούν, δλδ πριν 60 και κάτι χρόνια.

_ Είμαι όλος αυτιά για να ακούσω τί ήταν αυτό που σε έκανε να γελάσεις .

_Όπως τώρα έτσι και τότε ο κόσμος έψαχνε για δουλειά άδικα στην πατρίδα του.
Έπαιρναν λοιπόν τον δρόμο για την ξενιτιά χωρίς γνώσεις, χωρίς ξένη γλώσσα, χωρίς καν να ξέρουν πού θα τους πάνε.
 Όπως τώρα έτσι και τότε η Ελλάδα έδιωχνε τα νιάτα , έτρωγε τα παιδιά της , όπως λέμε.
Τότε το εργατικό δυναμικό και τώρα τους επιστήμονες.
 Ανάμεσα στους πολλούς ήταν κι ο παππούς μου, παλικαράκι τότε, που αποφάσισε να φύγει για μια καλύτερη ζωή.
Η γιαγιά μου, νέα κοπέλα κι αυτή, φοβόταν ότι θα τον έχανε για πάντα, αφού ο τρόπος επικοινωνίας ήταν μόνο η αλληλογραφία κι αυτή λιγοστή κι επικίνδυνη, αφού οι γονείς της δεν γνώριζαν για τον πλατωνικό έρωτα τους .
Ο αγαπημένος της , της έδωσε υπόσχεση ότι σε ένα χρόνο ακριβώς θα την συναντούσε  στο ίδιο σημείο, στο γνωστό τους παγκάκι.
Θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να βρίσκεται εδώ, αρκεί να τον περίμενε κι αυτή!!!
Ο φόβος του ήταν μήπως θελήσουν να την παντρέψουν οι γονείς της.

_ Έφυγε λοιπόν και μετρούσε τις μέρες η γιαγιά μου κι έτρεμε το φυλλοκάρδι της μη τυχόν και περάσει την πόρτα του σπιτιού τους η κυρά Ολυμπία, η προξενήτρα του χωριού.
Όπου πήγαινε η κυρά Ολυμπία  ή  κυρά Κυκλωπία, όπως αλλιώς την έλεγε , γιατί έβλεπε μόνο από το ένα μάτι, δεν έφευγε αν δεν πάντρευε αυτούς που είχε αποφασίσει ότι ταιριάζουν μεταξύ τους!!!

Οι μέρες και οι εβδομάδες πέρασαν, πλησίαζε να συμπληρωθεί ο χρόνος, είχε μάθει κι  από τα νέα που κυκλοφορούσαν στα χωριά ότι είχε βρει δουλειά ο Δημητρός της και ήλπιζε ότι τελείωναν τα βάσανα της όπου να ναι!!

Έλα όμως που είχε άλλα σχέδια η κυρά Κυκλωπία, μπαρντόν , η κυρά Ολυμπία ήθελα να πω.
Αφού πάντρεψε τις φιλενάδες της, αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα της κι ένα πρωί κατέφθασε στο σπίτι τους με την ελπίδα να την παντρέψει κι αυτή.

Οι γονείς της δέχτηκαν να δουν τον γαμπρό που είχε καλές συστάσεις και καλή δουλειά κι ορίστηκε η μέρα της συνάντησης την ημέρα που συμπληρωνόταν ο χρόνος!!!!
Την ημέρα του ραντεβού τους δλδ!!!
Η απελπισία της ήταν μεγάλη όπως καταλαβαίνεις, αλλά δεν μπορούσε να φέρει καμία αντίρρηση.

Μια εβδομάδα πιο μπροστά βοήθησε την μάνα της στις δουλειές για την προετοιμασία του σπιτιού και των γλυκών, αλλά από μέσα της προσεύχονταν να γίνει κάτι και να μη δεχτούν οι γονείς της!!

Έτσι κι έγινε.
Ήρθε ο γαμπρός με την κυρά Κυκλωπία κι αφού έκαναν τα δέοντα με τα κεράσματα, ρώτησε ο πατέρας της για τη δουλειά του γαμπρού και τον τόπο του.

Αυτό το είχε παραλήψει σκόπιμα η προξενήτρα!!!
Ο γαμπρός έμενε στην Αμερική και ήρθε για να πάρει κοπέλα από τα μέρη τους.

Ήλπιζε η κυρά Ολυμπία ότι θα τους θάμπωνε με τα πλούτη του και θα έδιναν τα χέρια, για να πάρει κι αυτή το μπαξίσι της.

Ευτυχώς όμως που ο πατέρας της δεν ήθελε να αποχωριστεί την μονάκριβη του κι αφού ευχαρίστησε και τον γαμπρό και την κυρά Κυκλωπία, τους ξεπροβόδισε με το καλό , για να μην πέσουν και στην δυσμένεια της.

Μέχρι να μπει μέσα πάλι ο πατέρας της, η γιαγιά μου είχε πετάξει τα καλά της παπούτσια, είχε βάλει τα παλιά κι αφού βγήκε κρυφά από την πίσω πόρτα, έτρεχε να πάει στο πολυπόθητο ραντεβού!

Ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει και οι σκιές από τα δέντρα δημιουργούσαν ένα παράξενο σκηνικό!!
Το παγκάκι τους άδειο!!!

Ήρθε και δεν την βρήκε, δεν ήρθε:

Κάθισε αποκαμωμένη κι απελπισμένη στο παγκάκι, μαζεύτηκε ένα κουβάρι κι όπως ήταν άυπνη τόσες μέρες από την αγωνία, την πήρε ο ύπνος!!!!!

Όταν άνοιξε τα μάτια της το πρώτο πράγμα που είδε μπροστά της , ήταν τρία κόκκινα μπαλόνια!

Το σύνθημα τους!

Το θυμήθηκε αμέσως!!

Το ένα σήμαινε, ΗΡΘΑ!
Το άλλο, ΒΡΗΚΑ ΔΟΥΛΕΙΑ!!
Και το τρίτο ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΠΑΝΤΡΕΥΟΜΑΣΤΕ!!!!!

Δυο χέρια την έσφιξαν ξαφνικά και ο ήλιος έλαμψε ξανά!!!!!

Περιττό να σου πω ότι πήγαν χέρι χέρι στους γονείς της, χωρίς φόβο να μη τους δει κανείς πια κι αφού τη ζήτησε από τον αποσβολωμένο πατέρα της, όρισαν και την ημερομηνία του γάμου τους!!!

Αν και θα έφευγε κι αυτή μαζί του, δέχτηκαν οι γονείς της γιατί σκέφτηκαν ότι η Ευρώπη είναι πιο κοντά από την Αμερική που ήθελε ένα μήνα με το καράβι για να φτάσεις!!!!

_Όπως καταλαβαίνεις, θεώρησα καλό οιωνό το κόκκινο μπαλόνι γιαυτό και γέλασα!!!
Λυπάμαι που σε στεναχώρησα με τα κλάματα μου, εμείς τουλάχιστον θα μιλάμε κάθε μέρα μέσω Skype.
Να πας με το καλό κι εύχομαι να πάνε όλα καλά και να έχουμε κι εμείς την ίδια πορεία με τους παππούδες μου.

Πάμε τώρα να τους χαιρετίσεις και να τους πούμε για το κόκκινο μπαλόνι που βρήκαμε στο πάρκο!!

_Σε ένα χρόνο λοιπόν αγαπημένη μου, ραντεβού στο παγκάκι μας με τρία κόκκινα μπαλόνια!!!!

_Δεν πιστεύω να ζει ακόμα η κυρά Κυκλωπία:
Να κοιμάμαι ήσυχος:


Με την ιστορία αυτή συμμετέχω κι εγώ στη Φωτογραφική σκυτάλη # 2  που διοργανώνει η Mary Pertax από τη " Γήινη Ματιά " .

Τη δική μου σκυτάλη την παρέλαβα από την Μαριάννα, Ονειρόκοσμος, με μια φωτογραφία που μου θύμισε μια παρόμοια ιστορία που είχα ακούσει κάποτε κι επειδή το ζήτημα της μετανάστευσης των νέων μας πονάει πολύ, σκέφτηκα να σας την πω!!!!!


Τη σκυτάλη παραδίδω στην Έλενα, Fairlena κι ελπίζω να της δώσει την έμπνευση να γράψει κάτι παραμυθένιο!!!!!!




Μαίρη μου σ ευχαριστούμε για το ωραίο παιχνίδι !!!!!
Να είστε όλοι κι όλες καλά και καλή συνέχεια!!!!!






Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...