Θυμάσαι που
ταξιδεύαμε;
Ήμασταν
ελεύθεροι και δεν το εκτιμούσαμε.
Δεν ξέραμε
την διαφορά.
Θυμάσαι το
τελευταίο μας ταξίδι;
Είχαμε πάει
σ
Πόσο όμορφα
ήταν!
Το λιβάδι
που απλώνονταν μπροστά από το αγροτόσπιτο όπου μέναμε!
Θυμάσαι;
Καθόμασταν με τις ώρες και βλέπαμε τα άλογα που κάλπαζαν ελεύθερα.
Καθαρός
αέρας, ησυχία και η μόνη μας παρέα τα ζώα και το ζευγάρι που φρόντιζε για όλα
αυτά.
Θυμάσαι τις βόλτες
μέσα στο δάσος που ξεκινούσε λίγο πιο ψηλά από το χωριό;
Τη μέρα που
ακολούθησες τον κύριο Πέτρο για μανιτάρια, ήταν η καλύτερη σου.
Κι όταν
γυρίσατε μετά από αρκετές ώρες, περιπλάνησης μέσα στα δέντρα, με πόση περηφάνια και ικανοποίηση μου έδειξες
τα μανιτάρια που μάζεψες , φυσικά με τη βοήθεια του.
Πάντα ήθελες
να μάθεις να ξεχωρίζεις τα μανιτάρια που τρώγονται.
Ακόμα
θυμάμαι την ονειρεμένη γεύση τους.
Η κυρία
Αμαλία , άριστη μαγείρισσα, είχε αναδείξει το φτωχικό της πιάτο , όπως έλεγε,
στο καλύτερο gurme, που θα το χρυσοπληρώναμε στην πόλη.
Εκεί είναι η
ζωή, στο χωριό, αλλά πώς μπορούμε να μείνουμε;
Μαζευτήκαμε
όλοι στις πόλεις κι όταν δεν χωρούσαμε πια, μπαζώσαμε τα ρέματα, χτίσαμε πανύψηλα σπίτια σε σαθρά χώματα, κόψαμε τα
δέντρα γιατί μας ενοχλούσαν, κλείσαμε τα δρομάκια και πέσαμε στην δικιά μας παγίδα.
Τώρα μας φταίνε
όλα.
Ο ένας επάνω
στον άλλο, ούτε χώρος για ανάσα.
Τα μολύναμε
όλα ,ακόμα και τον αέρα που αναπνέουμε και η φύση μας εκδικείται.
Τα παιδιά κλεισμένα μέσα σε τοίχους με ένα κινητό στο χέρι, δεν ξέρουν πώς να παίξουν με τα χώματα και τα νερά που παίζαμε εμείς όταν ήμασταν μικρά.
Δεν ικανοποιούνται με τίποτα, όσα παιχνίδια και να έχουν.
Και δεν
έφταναν οι τοίχοι, φοράνε και τις μάσκες και δεν βλέπουμε τα χαμόγελα τους.
Πώς να
ζήσεις χωρίς χαμόγελο;
Πώς να
ζήσουμε χωρίς αγκαλιές και φιλιά;
Κοιτάμε ο ένας
τον άλλο με καχυποψία και αλλάζουμε πεζοδρόμιο να μην αναπνεύσουμε τον ίδιο
αέρα.
Γι αυτό σου
λέω, θα ανέβω σε ένα άλογο και θα καλπάσω μακριά πολύ μακριά.
Τι θα πει
πού θα πάω;
Μακριά, να
γλυτώσω από τον καταραμένο.
Κοιμάμαι και
ούτε εκεί δεν ησυχάζω.
Βλέπω
εφιάλτες αντί για όνειρα.
Όνειρα!
Θυμάσαι που κάναμε όνειρα;
Τώρα κι αυτά
τα στερούμαστε γιατί δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει.
Ναι , ποτέ
δεν ξέραμε, αλλά όνειρα κάναμε και λέγαμε πρώτα ο Θεός θα πραγματοποιηθούν.
Τι να μας κάνει
κι ο Θεός; Μυαλό μας έδωσε και το πετάξαμε γιατί νομίσαμε ότι γίναμε εμείς
Θεοί.
Στη θέση του
μυαλού βάλαμε ένα κομπιούτερ να μετράει μόνο το χρήμα και τι μπορούμε να
κάνουμε μ αυτό.
Μπορούμε να
αγοράσουμε καθαρό αέρα και νερό; Μπορούμε;
Φοβάμαι; Ε
ναι φοβάμαι.
Δεν φοβάμαι
μόνο για μένα, για όλους φοβάμαι.
Για την
μοναξιά στα νοσοκομεία και για τον κόσμο που πεθαίνει χωρίς το χάδι των δικών τους.
Ακολούθα με.
Ανέβα κι εσύ
σε ένα άλογο κι έλα να καλπάσουμε μαζί.
Βρήκα πού θα
πάμε.
Στο τέλος
του λιβαδιού θα δώσουμε ένα σάλτο και θα πετάξουμε ψηλά στον ουρανό.
Θα πάμε σε άλλο
πλανήτη και θα αφήσουνε τη Γη μας να ξεκουραστεί.
Μας βαρέθηκε
κι αυτή, πώς αλλιώς να μας το πει;
Αυτή ήταν η
δική μου συμμετοχή στη μικρή σκυτάλη #3 που διοργανώνει η Μαίρη από την Γήινη Ματιά.
Ακολουθήστε τον σύνδεσμο για να διαβάσετε και τις υπόλοιπες συμμετοχές.
Μόλις είδα τις εικόνες , το άλογο που καλπάζει ήταν η αφορμή να αισθανθώ ότι θέλω να δραπετεύσω από τον κλοιό που σφίγγει συνεχώς γύρω μας.
Έγραψα αυτό ακριβώς που αισθάνομαι εδώ και καιρό.
Ας προσέχουμε όσο μπορούμε όλοι μας.
Να είστε καλά!!!!!!!!!