Η Αλεξάνδρα και η Αφροδίτη, πιασμένες χέρι χέρι, έβλεπαν τους
επιβάτες να βγαίνουν σιγά σιγά από το αεροπλάνο που μόλις είχε φτάσει και
προσπαθούσαν να διακρίνουν ανάμεσα τους τις φίλες που περίμεναν.
*
*
Όλα άρχισαν από την ημέρα που αποφάσισαν να πάνε στο χωριό τους
για να σκεφτούν τι θα κάνουν με το σπίτι της γιαγιάς
Αλεξάνδρας.
Η αγαπημένη τους γιαγιά, είχε ‘φύγει’ πριν λίγους μήνες,
χαμογελαστή και ήρεμη, μέσα στον ύπνο της, κρατώντας στα χέρια της το κέντημα της.
Το σπίτι αυτό το αγαπούσαν, γιατί σ αυτό μεγάλωσαν. Όχι όλο το
χρόνο βέβαια, αλλά δεν πέρασαν ούτε ένα καλοκαίρι μακριά του και μακριά από την
γιαγιά Αλεξάνδρα.
Και τί δεν έμαθαν κοντά της.
Από πολύ μικρές τις έβαζε να ζυμώνουν και να πλάθουν κουλουράκια,
κάθε φορά που ετοίμαζε το ψωμί της εβδομάδας.
Με τα μικρά τους χεράκια, πάλευαν με τις ώρες, μέχρι να
τελειώσει κι εκείνη και να τα ψήσουν στον φούρνο της αυλής που τον έκαιγε από
το πρωί.
Κι όταν μεγάλωσαν λίγο, τις άφηνε να ζυμώνουν τις λειτουργιές
για την εκκλησία.
Έλεγε πως γίνονταν καλύτερες όταν τις έφτιαχναν αθώες
ψυχούλες.
Έμαθαν να φυτεύουν λαχανικά στον κήπο που ετοίμαζε ο
παππούς γι'αυτές.
Ήξεραν να τα ξεχωρίζουν όλα από τα φύλλα τους μόλις αυτά
ξεμύτιζαν από το χώμα.
Τα πότιζαν, τα φρόντιζαν και μετά απολάμβαναν τον κόπο τους όλοι
μαζί.
Τα απογεύματα κάθονταν στην πίσω αυλή κάτω από τη φλαμουριά
και τους μάθαινε να κεντάνε.
Τα πρώτα τους μάλιστα καδράκια, ακόμα είναι κρεμασμένα στον
τοίχο του σαλονιού.
Και τις βροχερές μέρες ή τις κρύες νύχτες των Χριστουγέννων,
γιατί και τις διακοπές των γιορτών εκεί τις περνούσαν, κάθονταν κοντά στο αναμμένο
τζάκι κι άκουγαν με ανοικτό
στόμα τις ωραίες ιστορίες που τους έλεγε.
Ούτε λόγος να πουλήσουν αυτό το σπίτι.
Θα το ανακαίνιζαν λίγο και το πολύ πολύ να νοίκιαζαν το μισό σε τουρίστες που έρχονταν συχνά για πεζοπορία
μέσα στα βουνά.
Δεν ήθελαν να αλλάξουν το παραδοσιακό στυλ του σπιτιού, παρά
μόνο να το εξοπλίσουν και να το κάνουν πιο λειτουργικό.
Ξεκίνησαν πολύ πρωί από την πόλη τους, με σκοπό να καταγράψουν τις εργασίες
που θα χρειαζόταν το σπίτι και να δουν ποια από τα πράγματα θα κρατούσαν και ποια θα
πετούσαν.
Πού να ήξεραν τι έκπληξη τους περίμενε!
Ξεκίνησαν από έξω πρώτα κι αφού κατέγραψαν τα βασικά , μπήκαν μέσα για να συνεχίσουν στη δροσιά που πρόσφερε το παλιό σπίτι με τους
πέτρινους τοίχους.
Θα παρουσίαζαν αυτή τη μελέτη στην πτυχιακή τους, μιας και
σπούδαζαν Αρχιτεκτονική και οι δυο.
Το πρώτο πράγμα που είδαν μπαίνοντας στη σάλα, ήταν τα δικά τους καδράκια.
Με μια κίνηση , πολλές φορές το έκαναν αυτό αφού ήταν
δίδυμες, έπιασαν από ένα και τα ξεκρέμασαν συγχρόνως από τον τοίχο.
Έβαλαν τα γέλια και είπαν με μια φωνή, αυτά είναι Μουσειακά κομμάτια
γι αυτό και κατάσχονται!!!!!
-Πόσο χρονών ήμασταν άραγε όταν τα φτιάξαμε ;
-Από πίσω θα γράφει. Η γιαγιά συνήθιζε να γράφει ημερομηνίες και να κρατάει
σημειώσεις για όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής της και της ζωής μας και τέτοιο συγκλονιστικό
γεγονός, όπως τα κεντημένα μας καδράκια, δεν θα το άφηνε ασχολίαστο.
-Όντως γράφει, ήμασταν 10 χρονών όταν τα κεντήσαμε.
Τα σημερινά παιδιά ούτε που ξέρουν τι θα πει κέντημα.
-Για δες, τι είναι αυτό εδώ πίσω κολλημένο;
-Ένα σημείωμα! Έχει τα ονόματα μας γραμμένα, άρα είναι για μας.
-Διάβασε λοιπόν, τι περιμένεις;
-Αγαπημένα μου κοριτσάκια, για να διαβάζετε αυτό το σημείωμα,
μάλλον έχω "φύγει" ή είμαι άρρωστη και σκοπεύω να φύγω σύντομα κι εσείς σκέφτεστε
τί θα κάνετε με το σπίτι.
Είμαι σίγουρη ότι θα το κρατήσετε, αλλά πριν πετάξετε ό,τι σας
είναι άχρηστο, πρέπει να σας πω μια ιστορία!!!
Πίσω από το άλλο καδράκι, αν ξεκολλήσετε λίγο το χαρτί, θα
βρείτε δυο κλειδιά.
Αυτά τα κλειδιά ανοίγουν ένα μικρό μπαούλο που είναι
κρυμμένο στη σοφίτα.
Θα το βρείτε στην πίσω δεξιά γωνία, αφού μετακινήσετε
προσεκτικά, όλα τα παλιά έπιπλα που έχω στοιβάξει γύρω του κι επάνω του για να
μη φαίνεται.
Εμπρός , μη κοιτάτε με ανοικτά τα στόματα σας η μια την
άλλη, έχουμε και δουλειές.
Ανεβείτε στη σοφίτα κι αρχίστε το ψάξιμο.
Η Αλεξάνδρα και η Αφροδίτη, έκλεισαν συγχρόνως τα στόματα τους
και με μια φωνή είπαν.
-Βρε γιαγιά, έχεις όρεξη για παιχνίδια κι από κει που είσαι;
Πήραν τα κλειδιά πίσω από το καδράκι και προχώρησαν
μουδιασμένες μέχρι τη σκάλα που οδηγούσε στη σοφίτα.
Καμία δεν έκανε το πρώτο βήμα.
Τι να τις περίμενε άραγε;
Μήπως ήταν μια πλάκα της γιαγιάς;
-Να το αφήσουμε για αύριο το πρωί; Μίλησε πρώτη η Αλεξάνδρα.
-Όχι βέβαια, είπε θαρραλέα η Αφροδίτη κι άρχισε να ανεβαίνει
τη σκάλα.
Ποιος κοιμάται ξέροντας ότι κάτι κρύβεται πάνω από το κεφάλι
του;
Βρήκαν τον διακόπτη στα τυφλά κι άναψαν το φως.
-Είχα ένα φόβο μην ήταν καμένη η λάμπα , είπε με
τρεμουλιαστή φωνή η Αλεξάνδρα.
-Τι τρέμεις καλέ; Εγώ νομίζω ότι θα βρούμε τίποτε ραβασάκια της
γιαγιάς που δεν θα ήθελε να πέσουν σε ξένα χέρια και της βγει το όνομα.
Τι θα λένε οι άγγελοι γι αυτήν μετά στον Παράδεισο, είπε γελώντας
η Αφροδίτη.
-Αποκλείεται, απάντησε η αδελφή της.
Η γιαγιά παντρεύτηκε πολύ μικρή τον παππού κι από ό,τι
έλεγε ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του.
Δεν θυμάσαι πόσο αγαπημένοι ήταν;
Η μόνη φορά που του έβαλε τις φωνές, ήταν όταν προσπαθούσε ο
καημένος να μας μάθει ποδήλατο κι εμείς χτυπήσαμε τα γόνατα μας.
Μέχρι που έφυγε εκείνος, κρατιόταν από το χέρι όπου κι αν
πήγαιναν.
Ο μόνος τρόπος για να μάθουμε το μυστικό, είναι να βρούμε το
μπαούλο.
Με κόπο κουβάλησαν στην άλλη άκρη της σοφίτας ένα ένα όλα τα
παλιά έπιπλα.
Στο τέλος, σκεπασμένο με ένα χοντρό υφαντό κάλυμμα,
ανακάλυψαν το περιβόητο μπαούλο.
Διστακτικά έβαλαν τα κλειδιά στις κλειδαριές και τα γύρισαν δυο
φορές.
Το καπάκι άνοιξε τρίζοντας.
Η μυρωδιά της λεβάντας, δήλωνε ότι η γιαγιά το άνοιγε συχνά
για να την ανανεώσει.
Η τελευταία φορά όμως πρέπει να ήταν πριν από πέντε χρόνια, όταν αρρώστησε και την πήραν στην πόλη για να
ζήσει μαζί τους.
Σήκωσαν το άσπρο κεντημένο σεντόνι που σκέπαζε τα πάντα.
Πάνω πάνω ήταν ένα πακέτο γράμματα.
Κι από κάτω ρούχα καινούργια , σχεδόν αφόρετα, μιας άλλης εποχής.
Ήταν σε μικρό μέγεθος, για κοριτσάκι 10 με 12 χρονών.
Σίγουρα δεν ήταν της γιαγιάς Αλεξάνδρας όταν ήταν σ αυτή την
ηλικία.
Τέτοια ρούχα δεν υπήρχαν στα χωρία, ιδίως εκείνα τα χρόνια.
-Τι ωραία ρούχα, έλεγαν και οι δύο και τα σήκωναν προσεκτικά,
ένα ένα.
Όλα είχαν κεντημένο ένα μονόγραμμα από μέσα.
Ένα καλλιγραφικό R
Ένα καλλιγραφικό R
Ποιανής να ήταν άραγε και γιατί η γιαγιά τα φύλαξε;
Στο τέλος, κάτω κάτω, μέσα σε μια πάνινη σακούλα με
περισσότερη λεβάντα, ήταν ένα ολόμαλλο παλτό.
Δεν είχαν ξαναδεί τόσο ωραίο ύφασμα και ράψιμο, οι δυο
αδερφές.
Κάτι προεξείχε από την τσέπη του. Ένα κίτρινο αστέρι. Τι ήταν
αυτό άραγε; Χριστουγεννιάτικο στολίδι;
-Νομίζω πρέπει να διαβάσουμε τώρα τα γράμματα για να λύσουμε
το μυστήριο, είπε η Αλεξάνδρα.
Έκατσαν δίπλα δίπλα στα μαξιλάρια που είχαν πετάξει στο
πάτωμα κι άνοιξαν το πρώτο γράμμα που είχε γραμμένο από έξω τα ονόματα τους.
*
*
-Αφού φτάσατε μέχρι εδώ, αγαπημένα μου κοριτσάκια, είμαι
ήσυχη ότι θα κάνετε αυτά που θα σας πω.
Τα ρούχα που βλέπετε, θα καταλάβατε ότι δεν ήταν δικά μου.
Πού να βρίσκαμε εμείς στα χωριά τέτοια ρούχα και ιδίως μέσα
στον πόλεμο;
Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ του 1942, ο θείος μου κι αδερφός του πατέρα
μου, χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα έχοντας πίσω του ένα φοβισμένο κοριτσάκι.
Έναν φοβισμένο άγγελο, τόσο όμορφο ήταν!
Παγωμένοι όλοι, περιμέναμε να μας μιλήσει ο θείος μου και να
μας πει πού βρήκε το κοριτσάκι.
Είχε κατέβει στην πόλη να πουλήσει αλεύρι και να αγοράσει
άλλα πράγματα που χρειάζονταν οι οικογένειες στα χωριά.
Την ημέρα εκείνη παρατήρησε πολύ κόσμο μαζεμένο κοντά στο
σταθμό των τρένων.
Πριν προλάβει να ρωτήσει τι συμβαίνει, ένας κύριος
καλοντυμένος, του έβαλε στο χέρι το μικρό χεράκι του κοριτσιού και του είπε.
-Φαίνεσαι καλός άνθρωπος, πάρτην μαζί σου για να τη σώσεις.
Εμάς δεν ξέρω πού θα μας πάνε κι αν ξαναγυρίσουμε ποτέ.
Πες μου μόνο πώς σε λένε και από ποιο χωριό είσαι κι αν
γυρίσουμε θα έρθω να τη γυρέψω.
Ο θείος μου μηχανικά , του είπε το όνομα του και το χωριό
του κι έμεινε να τον κοιτάζει με μάτια ορθάνοικτα καθώς εκείνος χάνονταν μέσα
στο πλήθος.
Τράβηξε τη μικρή στο πλάι, τη σκέπασε με ένα υφαντό που είχε
στα καπούλια του αλόγου του, την ανέβασε προσεκτικά και ξεκίνησε να βγει από
την πόλη σιγά σιγά για να μη δώσει στόχο.
Από αυτά που άκουγε καθώς προχωρούσε, κατάλαβε ότι οι
Γερμανοί θα φόρτωναν στα τρένα τους Εβραίους της περιοχής τους και θα τους πήγαιναν
κάπου για δουλειά, έλεγαν.
Τα νέα αργούσαν να φτάσουν στα χωριά και δεν γνώριζαν όλα
όσα γίνονταν στις πόλεις.
Σε λίγες ώρες έφτασαν στο χωριό κι ο θείος μου την έφερε
κατευθείαν σε μας.
Σκέφτηκε ότι εγώ είχα περίπου την ίδια ηλικία μαζί της και
θα της ήταν πιο εύκολο να περνάει τη μέρα της όσο να γυρίσουν οι δικοί της.
Η πρώτη δουλειά της μάνας μου ήταν να βγάλει όλα τα ρούχα
του κοριτσιού και να της φορέσει δικά μου.
Ύστερα μας ορμήνεψε να μη πούμε σε κανέναν τίποτα για αυτή.
Για να τη δώσει έτσι σε έναν άγνωστο ο πατέρας της, κάτι πολύ κακό συνέβαινε στις
πόλεις, μας είπε.
Γίναμε αχώριστες.
Μαζί τρώγαμε , μαζί κοιμόμασταν, μαζί κεντούσαμε με το φως της
γκαζόλαμπας δίπλα στο τζάκι.
Ούτε λόγος για παιχνίδια στην αυλή κι όταν έρχονταν κάποια γειτόνισσα, εμείς ανεβαίναμε τρέχοντας στη σοφίτα.
Ούτε λόγος για παιχνίδια στην αυλή κι όταν έρχονταν κάποια γειτόνισσα, εμείς ανεβαίναμε τρέχοντας στη σοφίτα.
Πέρασε έτσι όλος ο χειμώνας κι εμείς ήμασταν πια σαν αδελφές
και καλύτερα.
Αλλά και η μάνα κι ο πατέρας μας, σαν δικό τους παιδί τη
φρόντιζαν.
Μαθαίναμε ότι τα πράγματα χειροτέρευαν και κινδυνεύαμε όλοι
αν την έβρισκαν στο σπίτι μας.
Ο θείος μου έψαχνε τρόπο να τη φυγαδεύσει και μόλις έμαθε
ότι κάποιοι δικοί της βρήκαν τρόπο να φύγουν από την Ελλάδα, τους ζήτησε να την
πάρουν μαζί τους.
Εγώ έπεσα να πεθάνω, αλλά κατάλαβα ότι ήταν για το καλό της Ραχήλ,
έτσι την έλεγαν τη φίλη κι αδελφή μου.
Υποσχεθήκαμε η μια στην άλλη να μη ξεχαστούμε και κάποτε να
ξαναβρεθούμε.
Της έγραφα γράμματα κάθε μέρα, αυτά που είναι δεμένα μέσα
στο μπαούλο, γράμματα που δεν έστειλα ποτέ γιατί δεν ήξερα πού να τα στείλω.
Ποτέ δεν μίλησα σε κανένα για τη Ραχήλ. Οι γονείς μου κι ο θείος μου ήταν οι μόνοι που ήξεραν .
Δεν το είπα ούτε καν στον παππού σας, όταν παντρευτήκαμε, αν
και είχε τελειώσει πια ο πόλεμος, φοβόμουν τόσο για τη ζωή της .
Ούτε στον γιο μου, τον πατέρα σας, είστε οι μόνες που το μαθαίνετε.
Ήθελα, όσο είμαι ακόμα καλά κι έχω τα μυαλά μου, να σας τα
πω , αλλά φοβόμουν μη σας ταράξω.
Τώρα φαντάζομαι θα μεγαλώσατε αρκετά και θα μπορέσετε να με
καταλάβετε.
Θέλω να βρείτε τρόπο να μάθετε για τη Ραχήλ, αν σώθηκε
τελικά .
Ίσως τώρα να μη ζει, αλλά θέλω να βρείτε κάποιους συγγενείς της
και να τους παραδώστε τα ρούχα της.
Σας το ζητώ σαν τελευταία χάρη.
Σας αγαπώ πολύ.
Η γιαγιά σας .
*
*
Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια τους.
-Καλή μας γιαγιά, τώρα εξηγούνται όλα.
Τώρα καταλαβαίνουμε την αγωνία σου κάθε απόγευμα να σε
ντύσουμε, να σε χτενίσουμε και να σε βάλουμε δίπλα στο παράθυρο με το κέντημα
στα χέρια.
Περίμενες έλεγες τη αδελφή σου τη Ραχήλ για να κεντήσετε παρέα κι εμείς
γελούσαμε γιατί ξέραμε ότι δεν είχες
αδελφή.
Κεντούσες, χωρίς βελόνα φυσικά, ανεβοκατεβάζοντας το χέρι σου κι όταν σκοτείνιαζε και σε
πηγαίναμε στο κρεβάτι σου, μας ρωτούσες αν κεράσαμε κάτι την Ραχήλ.
Τι κάνει στον άνθρωπο το άτιμο το Alzheimer.
-Πώς κι από πού θα πάρουμε πληροφορίες, για την τύχη της,
μου λες;
-Κάτι σκέφτηκα, ας ξημερώσει και θα δούμε. Πάμε για ύπνο
τώρα.
Ο ύπνος δεν ήρθε ποτέ για τα κορίτσια.
Όλο το βράδυ κατέστρωναν σχέδια και πρωί πρωί έπιασαν δουλειά.
Όλο το βράδυ κατέστρωναν σχέδια και πρωί πρωί έπιασαν δουλειά.
Επικοινώνησαν με την Εβραϊκή κοινότητα και τους είπαν την
ιστορία της γιαγιάς τους.
Έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον κι όταν τους είπαν και τα στοιχεία
της, τα οποία ήταν κεντημένα στη φόδρα
του παλτό της, μια έκπληξη τις περίμενε.
Εδώ και χρόνια οι εγγονές της Ραχήλ , προσπαθούσαν να εντοπίσουν
το χωριό και τους ανθρώπους που την έκρυψαν, αλλά δεν τα είχαν καταφέρει.
Σε αντίθεση με τη δική μας γιαγιά, εκείνη τους μιλούσε
συνέχεια για τη φίλη κι αδελφή της , Αλεξάνδρα, που έμενε σε ένα ορεινό
χωριό λίγες ώρες από την πόλη που είχε
γεννηθεί και μεγαλώσει.
Είχαν έρθει δύο φορές στην Ελλάδα από την Αμερική, ναι εκεί
είχε πάει η Ραχήλ, αλλά δεν βρήκαν κάτι, αφού κανείς δεν γνώριζε για την ύπαρξη
της και τη διάσωση της.
*
Δύο κοπέλες πιασμένες χέρι χέρι, έρχονταν προς το μέρος τους.
Η Ραχήλ και η Ρεβέκκα, όπως συστήθηκαν , ήταν οι εγγονές της
γιαγιάς Ραχήλ.
Τα τέσσερα κορίτσια μετά τις πρώτες στιγμές αμηχανίας, πήραν
το δρόμο για το χωριό.
Δεν ήθελαν να περιμένουν άλλο, ήθελαν να δουν το χώρο που
έζησε έστω για λίγο η αγαπημένη τους γιαγιά.
Καθισμένες όλες μαζί στο πάτωμα της σοφίτας , στις μεγάλες
μαξιλάρες, διάβαζαν τα γράμματα που είχαν γράψει η μια στην άλλη.
Η Αλεξάνδρα της έγραφε για τη ζωή στο χωριό και η Ραχήλ για το δύσκολο ταξίδι με το πλοίο μέχρι την Αμερική και τη ζωή της εκεί.
Και τα γράμματα της Ραχήλ δεν ταχυδρομήθηκαν ποτέ, γιατί ούτε κι αυτή ήξερε πού να τα στείλει.
Η Αλεξάνδρα της έγραφε για τη ζωή στο χωριό και η Ραχήλ για το δύσκολο ταξίδι με το πλοίο μέχρι την Αμερική και τη ζωή της εκεί.
Και τα γράμματα της Ραχήλ δεν ταχυδρομήθηκαν ποτέ, γιατί ούτε κι αυτή ήξερε πού να τα στείλει.
Δεν της είχαν πει σε ποιο χωριό έμεινε, ούτε πώς έλεγαν
την οικογένεια που την έκρυψε.
Όλοι κινδύνευαν από όλους εκείνα τα χρόνια.
Και η γιαγιά Ραχήλ ,τα τελευταία χρόνια ήταν κοντά στα παιδιά της , γιατί κι αυτή ζούσε στον δικό της κόσμο, τον κόσμο του Alzheimer και κάθε απόγευμα κεντούσε δίπλα στο παράθυρο και μιλούσε με την φανταστική της φίλη κι αδελφή, Αλεξάνδρα.
Και η γιαγιά Ραχήλ ,τα τελευταία χρόνια ήταν κοντά στα παιδιά της , γιατί κι αυτή ζούσε στον δικό της κόσμο, τον κόσμο του Alzheimer και κάθε απόγευμα κεντούσε δίπλα στο παράθυρο και μιλούσε με την φανταστική της φίλη κι αδελφή, Αλεξάνδρα.
Άλλωστε ήταν η μόνη συγγενής που είχε από τότε που έφυγαν οι δικοί της και δεν ξαναγύρισαν ποτέ.
Η Ραχήλ και η Αλεξάνδρα, η Αφροδίτη και η Ρεβέκκα,
υποσχέθηκαν να μη χαθούν και να κάνουν όποτε μπορούν κοινό μνημόσυνο για τις δυο
φίλες κι αδελφές.
.
Με την ιστορία αυτή συμμετέχω στη φωτο-συγγραφική σκυτάλη #3 που διοργανώνει η αγαπημένη μας Μαίρη μέσω του blog της Γήινη Ματιά. (εδώ μπορείτε να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές)
Τη φωτογραφία που μου έδωσε την έμπνευση, την παρέλαβα από την Ελένη Φλογερά, καθώς και τη λέξη μυστήριο που έπρεπε να συμπεριλάβω στο κείμενο μου.
Ελένη μου με τη φωτογραφία αυτή , μου έδωσες τη δυνατότητα να πω πράγματα που άκουσα από τη δική μου γιαγιά όταν ήμουν μικρή!!!!!!!
Φυσικά υπάρχουν και φανταστικά στοιχεία μέσα στην ιστορία!!!!!
Ελένη και Μαρία σας ευχαριστώ πολύ για το ωραίο φωτο-συγγραφικό ταξίδι μας.
Με τη σειρά μου κι εγώ παραδίδω τη σκυτάλη στη Μαρία Νικολάου με την παρακάτω φωτογραφία και τη λέξη ισορροπία .
πηγή |
Μαρία μου καλή επιτυχία.