Ο μίτος της Αριάδνης;
Σ αυτή πέρασα τη φόδρα μετά.
Τι όμορφη που είναι Θεέ μου!
Και είναι ίδια!
Ίδιο παράστημα, ίδιο πρόσωπο, ίδιο βλέμμα!!!!!!!
Μόνο που αυτής είναι αισιόδοξο και γεμάτο ελπίδα για το
μέλλον, ενώ της άλλης ήταν γεμάτο αμφιβολία για όλα αυτά που την περίμεναν.
Ο Πολύκαρπος, όνομα και πράγμα, μόλις απέκτησε και την όγδοη
κόρη, έπεσε σε βαθιά απελπισία.
Τόσα θηλυκά πώς θα τα μεγάλωνε πώς θα τα αποκαθιστούσε;
Όχι βέβαια ότι αν το όγδοο παιδί ήταν αγόρι , θα μπορούσε να
κάνει κάτι γιαυτό!
Οι δύο πρώτες κόρες, οι δίδυμες, ήταν 18 χρονών κιόλας, δλδ σε ηλικία γάμου.
Η Παγώνα τις είχε γεννήσει στα 17 της.
Γρήγορα κύλισαν 18 χρόνια , φτωχικά μεν γεμάτα με αγάπη όμως,
αφού είχαν παντρευτεί από μεγάλο έρωτα.
Τότε ο κόσμος και με τα λίγα ήταν ευχαριστημένος, ιδίως στην
επαρχία που όλοι είχαν την αυτάρκεια τους.
Μόνο όταν ερχόταν η
ώρα γάμου για τα κορίτσια , καταλάβαιναν την δυσκολία να τα παντρέψουν χωρίς
προίκα.
Έτσι και τώρα, τα μόνα προξενιά που είχαν έρθει για τα κορίτσια
τους, ήταν από μεγαλοτσιφλικάδες που
επειδή είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ήθελαν να πάρουν νέες γυναίκες , πολλές
φορές με τα μισά ή και λιγότερα από αυτούς χρόνια.
Και οι δυο τους ήταν απελπισμένοι. Για πόσο καιρό ακόμα θα
μπορούσαν να μην απαντούν στους προύχοντες του κάμπου;
Ποιοι ήταν αυτοί που δεν καμάρωναν για τις τύχες των
κοριτσιών τους;
Έπρεπε λοιπόν να πάρουν μια απόφαση.
Ή θα δέχονταν κάποια από τα προξενιά και θα έβαζαν τα κορίτσια τους σκλάβες σε κάποια αρχοντικά ή θα τις έστελναν μακριά , στην Αμερική για να παντρευτούν με κάποιον Έλληνα μετανάστη ..
Πριν λίγο καιρό έφτασε ένας προξενητής και στο δικό τους χωριό
κι αφού έδειξε τα επίσημα χαρτιά του, είπε σε όλους τους κατοίκους τον λόγο για
τον οποίο γύριζε όλη την επαρχία.
Πολλές κοπέλες είχαν δεχτεί να φύγουν για να γλυτώσουν από
τη φτώχεια τους.
Άγνωστο το μέλλον τους, αλλά φάνταζε πιο φωτεινό από το
σκοτεινό του χωριού τους.
Σήμερα κιόλας θα μιλούσαν στα κορίτσια τους και θα υπάκουαν
στη δική τους απόφαση.
Δική τους ήταν η ζωή, αυτές θα αποφάσιζαν. Έτσι τις είχαν μεγαλώσει.
Τα κορίτσια τους, το Μαρουλιώ και το Κατινιώ, με πολλή
μεγάλη στεναχώρια , σκέφτηκαν να φύγουν, ελπίζοντας ότι θα περνούσαν καλύτερα
εκεί.
Ήξεραν τους τσιφλικάδες που είχαν στείλει προξενιά και
προτιμούσαν να κλειστούν σε μοναστήρι παρά να τους παντρευτούν.
Ήταν οι δυνάστες της περιοχής τους και φαντάζονταν το μέλλον
που θα τις περίμενε κοντά τους.
Τον μόνο όρο που θέλησαν να βάλουν, ήταν να είναι κοντά οι
δυο αδερφές, γιατί δεν μπορούσαν η μια χωρίς την άλλη.
Μόλις επέστρεψε ο προξενητής, του ανακοίνωσαν την απόφαση
των κοριτσιών και τον όρο τους.
Δεν υπήρχε πρόβλημα , τους διαβεβαίωσε εκείνος, γιατί όλοι
οι Έλληνες άνδρες που ζητούσαν κοπέλες από τη χώρα τους, ήταν κάτοικοι της ίδιας
περιοχής .
Είχαν εγκατασταθεί εκεί από τους πρώτους , αλλά δεν θέλησαν
να ζευγαρώσουν με άλλες φυλές.
Έτσι είχαν στείλει εκπρόσωπο
τους με όλα τα νόμιμα χαρτιά για να μπορέσει να βρει κοπέλες της παντρειάς από
την Ελληνική επαρχία.
Με πολύ κόπο και μεγάλη στεναχώρια, η Παγώνα κι ο Πολύκαρπος
, ετοίμασαν τα μπαούλα των αγαπημένων τους κοριτσιών , γνωρίζοντας πως ίσως δεν
θα τις έβλεπαν ποτέ ξανά.
Το ίδιο σκέφτονταν και τα κορίτσια, αλλά το έδιωχναν από το
μυαλό τους.
Η ώρα του αποχωρισμού έφτασε κι ο σπαραγμός ήταν πολύ
μεγάλος.
Το Μαρουλιώ και το Κατινιώ υποσχέθηκαν στους αγαπημένους τους
γονείς να τους γράφουν κάθε μέρα ,από τη στιγμή που θα πατούσαν στο πλοίο μέχρι
που θα έφταναν στην Αμερική.
Το ταξίδι κράτησε ένα μήνα και η ταλαιπωρία ήταν μεγάλη,
αλλά δεν πέρασε μέρα χωρίς να γράψουν έστω και λίγες λέξεις σε ένα χαρτί για τους
γονείς τους.
Αφού έφτασαν επιτέλους , έπρεπε να περιμένουν άλλες δυο
εβδομάδες σε καραντίνα για να γίνου οι
απαραίτητες εξετάσεις πριν πατήσουν στο Αμερικάνικο έδαφος.
Αυτό δεν τις πείραξε, γιατί θα ξεκουράζονταν μετα από τόσες
μέρες ταξίδι και φυσικά θα μπορούσαν να απαλλαγούν από τα βρώμικα ρούχα τους.
Όλες οι λεπτομέρειες ήταν γραμμένες στο ημερολόγιο τους.
Έφτασε επιτέλους η μέρα που θα συναντούσαν τους Έλληνες
γαμπρούς.
Η αγωνία μεγάλη , όσο κι αν ο προξενητής τις διαβεβαίωνε ότι
όλα θα πήγαιναν καλά .
Οι κοπέλες ήταν πάρα πολλές κι από όλα τα μέρη της Ελλάδας.
Μέχρι το βράδυ είχαν βρει όλες το ταίρι τους και είχαν
ακολουθήσει τον άνδρα που τις έλαχε.
Ο αποχωρισμός των αδερφάδων ήταν πολύ δύσκολος και αφού τις υποσχέθηκαν
ότι σε λίγες μέρες θα αντάμωναν, κατάφεραν να ξεκινήσουν, η κάθε μια σε άλλη κατεύθυνση.
Οι προσευχές των γονιών τους είχαν πιάσει και οι άνδρες τους
ήταν καλά και νοικοκυρεμένα παιδιά!
Ο ένας είχε ένα μικρό
μαγέρικο κι ο άλλος ένα μικρό ραφείο.
Δεν ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά , αλλά η καλοσύνη τους τις
έκανε να τους αγαπήσουν σιγά σιγά και να κάνουν οικογένειες με τρία παιδιά η
κάθε μια.
Το ημερολόγιο ενημερωνόταν καθημερινά και μια φορά τον μήνα
έστελναν κι ένα γράμμα στους γονείς τους
που το περίμεναν με μεγάλη αγωνία για να μάθουν τα νέα των κοριτσιών τους.
Όλο το χωριό είχε γιορτή τότε, γιατί συνέπασχαν κι αυτοί
μαζί τους.
Κι όταν έστελναν και μερικά δολάρια, ε τότε τους κερνούσαν
όλους στο καφενείο του χωριού.
Το μόνο κακό ήταν ότι δεν μπόρεσαν να γυρίσουν ποτέ πίσω κι αυτός
ήταν ο μεγάλος τους καημός.
Είχαν βάλει τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους αργότερα, να τους
υποσχεθούν ότι θα προσπαθούσαν να γυρίσουν κάποια στιγμή για να γνωρίσουν τα
μέρη των παππούδων τους.
1921-2021, 100 χρόνια μετά , η δισέγγονη της Μαρουλιώς, πήρε
την απόφαση να κάνει αυτό το ταξίδι και να παντρευτεί εκεί, στο χωριό της προγιαγιάς
της, με τον αγαπημένο της καρδιάς της.
Βρήκε και γνώρισε από κοντά όλους τους συγγενείς τους, με τους
οποίους δεν είχαν πάψει ποτέ να επικοινωνούν έστω και αραιά.
Συνέχισαν να γράφουν στο ημερολόγιο της γιαγιάς και
προγιαγιάς ακόμη και οι νεότερες γενιές.
Με το νυφικό της προγιαγιάς Μαρουλίως στις βαλίτσες της, που
το είχαν επιμεληθεί οι καλύτερες μοδίστρες του οίκου μόδας πλέον, των δικών της
γονιών που αφού το άλλαξαν αρκετά ώστε να μπορεί να φορεθεί έναν αιώνα μετά, η Mary, έφτασε στο χωριό της.
Η νυφική φωτογραφία της προγιαγιάς Μαρουλιώς, η μοναδική που
είχε βγάλει στον γάμο της, την περίμενε σε περίοπτη θέση.
Όλοι είχαν να πουν για την ομοιότητα τους.
Τι όμορφη που είναι Θεέ μου!
Και είναι ίδια!
Ίδιο παράστημα, ίδιο πρόσωπο, ίδιο βλέμμα!!!!!!!
Πόσο έμοιαζαν προγιαγιά και δισέγγονή!
Μόνο που αυτής είναι αισιόδοξο και γεμάτο ελπίδα για το μέλλον, ενώ της άλλης ήταν γεμάτο αμφιβολία για όλα αυτά που την περίμεναν.
Η Παγώνα κι ο Πολύκαρπος από ψηλά καμάρωναν τη τρισέγγονη τους.
Όλα μπήκαν στη θέση τους και τώρα που τα ταξίδια ήταν
υπόθεση ωρών, δεν θα χάνονταν ποτέ ξανά ξαδέρφια και τριτοξάδερφα.
Η δική μου συμμετοχή στη μίνι σκυτάλη που διοργανώνει με μεγάλη επιτυχία η Μαίρη από τη Γήινη Ματιά.
Με αφορμή την φωτογραφία που μου κληρώθηκε , έγραψα την ιστορία αυτή, η οποία φυσικά είναι φανταστική.
Ανάλογα γεγονότα όμως , έχουν συμβεί, γιατί η Ελλάδα ως γνωστόν, έκανε πάντα μεγάλη εξαγωγή ανθρώπινου δυναμικού.