Μια ιστορία από στιχάκια / συλλογικό διήγημα - συμμετοχή.
ΤΙΤΛΟΣ 8ου κεφαλαίου.
ΠΟΙΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟ ΤΟ ΨΕΜΑ;
Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε έκπληκτος όλους αυτούς που
ήταν γύρω του.
Γιατί τον κοίταζαν έτσι, λες κι έβλεπαν φάντασμα;
Και μήπως δεν έβλεπαν;
Πριν από λίγο το μηχάνημα, έδειχνε μια ίσια γραμμή και τώρα
άρχισε ξαφνικά να δουλεύει.
-Είναι δυνατόν; Ψέλλισε η νοσοκόμα.
-Όλα είναι δυνατά, είπε ο γιατρός. Έχω ακούσει για τέτοια θαύματα, αλλά πρώτη
φορά το βιώνω!
Κάτι δεν έχει τελειώσει εδώ στη Γη και ίσως με αυτή τη
δεύτερη ευκαιρία, του δίνετε η δυνατότητα να το κάνει!
Ίσως για να γίνει καλύτερος άνθρωπος, ποιος ξέρει;
Καλύτερος άνθρωπος; σκέφτηκα ο Άλκης. Ναι μπορεί, μπορεί να
προλάβαινε να διορθώσει κάτι.
Πάντα πάντα θα ναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει.
Η μήπως έχει;
Στην αποθήκη του κήπου , όπου έβαζαν τα εργαλεία, ίσα που
χωρούσαν οι δυο αδερφές
-Σου το ξαναλέω, έτσι θα γίνει και δεν θα καταλάβει τίποτα.
Όσες φορές κι αν σε συμβουλέψω, εσύ δεν πρόκειται να βρεις το κουράγιο να του πεις αυτά που θέλεις.
Είναι δυνατόν να μη σε αφήνει ούτε να μιλήσεις;
Τι θα πει βάζει το δάχτυλο στα χείλη σου και σου λέει να
νοιώσεις την ευτυχία;
Έτσι είναι η ευτυχία; Ίσως βέβαια για εκείνον , έτσι να είναι.
Αν το κάνει και σε μένα, θα του το δαγκώσω, να ξέρεις!
Μα πόσο εγωιστής Θεέ μου!
-Άλλαξε από τότε που άρχισε να αναλαμβάνει υποθέσεις σαν του Αυγερινού και να κερδίζει περισσότερα χρήματα.
Έγινε αλαζόνας, κτητικός, καχύποπτος!!
Κάθε μέρα μου τονίζει πόσο τυχερή είμαι που δεν χρειάζεται
να βγω στη ζούγκλα για να δουλέψω και πως όλα αυτά τα κάνει για μένα!
Θαρρείς και του το ζήτησα!!!!
-Έχτισε ένα χρυσό κλουβί , έβαλε το καναρίνι του μέσα κι
αυτό πρέπει να του τραγουδάει έχει δεν έχει όρεξη.
Μα να μη μου μοιάσεις καθόλου στον χαρακτήρα;
Εσύ είσαι γλυκιά και μαλακιά σαν σαντιγί κι εγώ πικρή και στυφή
σαν …
-Πικραμύγδαλο, έτσι σε έλεγε η μαμά.
-Η σαντιγί και το πικραμύγδαλο, είπαν και οι δυο με μια φωνή
και ξέσπασαν στα γέλια.
Μόνο η μαμά μπορούσε να μας ξεχωρίσει, όσες φορές κι αν
αλλάζαμε τα ρούχα μας.
Μας κοίταζε στα μάτια κι έλεγε πως βλέπει ένα αγγελούδι σε
σένα κι ένα διαβολάκι σε μένα.
Κι εμείς τρέχαμε στον καθρέφτη να δούμε τα μάτια μας!!
Μου λείπουν πολύ, Ερατώ μου.
-Κι εμένα Θάλεια μου.
Ευτυχώς που έχουμε η μία την άλλη, είπαν κι αγκαλιάστηκαν.
Πού να ήξεραν ότι ήταν το τελευταίο αγκάλιασμα!
Με βιαστικές κινήσεις, όσο τις επέτρεπε ο λίγος χώρος που
υπήρχε ανάμεσα στα εργαλεία, οι δυο αδερφές άλλαξαν ρούχα.
-Μη ξεχάσεις το κινητό μου, είπε η Ερατώ και της το έδωσε.
Όση ώρα τον περίμενε στο σαλόνι, σκεφτόταν αυτά που της
εκμυστηρεύτηκε η αδερφή της πριν λίγο!
Δεν πίστευε στα αυτιά της!!
Η Ερατώ περίμενε παιδί, επιτέλους θα γινόταν μανούλα μετά
από τόσα χρόνια!
Αλλά τότε γιατί ήθελε να φύγει, γιατί ήθελε διαζύγιο;
Και της τα εξήγησε όλα.
-Θυμάσαι , πριν 2 μήνες που ετοιμαζόσουν για το ταξίδι σου
στην Αμερική; Είχα έρθει πρωί πρωί, μόλις έφυγε ο Δημήτρης, για να σε αποχαιρετίσω.
Δεν ήσουν εκεί κι έμεινα να σε περιμένω.
Είχα καιρό να έρθω στον Παράδεισό μας, όπως το έλεγαν οι
γονείς μας .
Βγήκα στο μπαλκόνι να απολαύσω την υπέροχη θέα , την
απέραντη θάλασσα που απλώνονταν στα πόδια του.
Γι αυτή τη θέα έχτισαν αυτό το σπίτι και το ονόμασαν
Παράδεισο.
Όλα ήταν τόσο ήρεμα , τόσο γαλήνια!
Τίποτα δεν προμήνυε το κακό που ερχόταν.
Η ανάμνηση τους με συνεπήρε τόσο, που δεν άκουσα το αυτοκίνητο που ήρθε , ούτε τα κλειδιά στην
πόρτα.
Κάποια στιγμή ένιωσα ένα χέρι να με χτυπάει απαλά στον ώμο και μια
σιγανή φωνή να λέει, Θάλεια , συγνώμη, δεν ήξερα ότι ήσουν εδώ. Ο Δημήτρης μου
είπε ότι έφυγες ταξίδι.
Γύρισα τρομαγμένη , το φλιτζάνι του καφέ , έφυγε από τα
χέρια μου κι έπεσε με θόρυβο στα πλακάκια.
Έτρεμα ολόκληρη.
-Πώς , πώς μπήκες ; κατάφερα και ψέλλισα.
-Ήρθα να πάρω ένα φάκελο με δικογραφίες του Δημήτρη,
που κρατούσε φυλαγμένο στο χρηματοκιβώτιο εδώ.
-Ναι το συνήθιζε για μεγαλύτερη ασφάλεια. Κανένας δεν
γνώριζε αυτό το σπίτι.
Ερχόταν όμως μόνο όταν ήταν σίγουρος ότι έλειπες..
-Σε τρόμαξα όμως και λυπάμαι πολύ γι αυτό.
Έλα , πάμε μέσα να σου βάλω κάτι να πιεις, να συνέλθεις,
τρέμεις ολόκληρη.
Τον ακολούθησα μηχανικά και ούτε που σκέφτηκα να του πω ότι
δεν ήμουν εσύ.
Καθίσαμε στο σαλόνι, ήπια δυο γουλιές από το κρασί που μου
έβαλε και προσπαθούσα να συνέλθω από την τρομάρα που πήρα.
Όσο το οινόπνευμα ζέσταινε το αίμα μου καθώς κατέβαινε, πήρε
τα παγωμένα χέρια μου στα δικά του για να
τα ζεστάνει.
-Ξέρεις Θάλεια, ποτέ δεν είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε
εμείς οι δυο.
Μπορεί να μοιάζεις με την αδερφή σου, αλλά ξεχωρίζεις για
τον δυναμισμό σου.
Σε θαυμάζω!
-Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι η σατανική φλόγα θα άστραψε στο βλέμμα μου, αλλά κι αν ακόμα την είδε , σίγουρα θα την παρερμήνευσε.
Συνέχιζε να μου κρατάει τα χέρια και να μου μιλάει τρυφερά.
Ήταν βάλσαμο τα λόγια του για την πληγωμένη μου καρδιά κι ας
ήξερα ότι προοριζόταν για σένα.
Σηκώθηκε να βάλει ένα ποτό και γι αυτόν, έβαλε μουσική και
ξαναγύρισε κοντά μου.
Εγώ εν τω μεταξύ , άδειασα μονορούφι το κρασί κι όπως ήταν
ακόμη πρωί , με χτύπησε κατ ευθείαν στο κεφάλι.
Με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε.
Μόνη εσύ, μόνος αυτός, δεν
υπήρχαν εμπόδια.
Μετά όλα τελείωσαν, χάθηκαν. Δεν υπήρχε κανείς εκτός από
μένα κι εκείνον.
Ούτε που σκεφτόμουν ότι μπορούσες να έρθεις από στιγμή σε
στιγμή!
Όταν συνήλθαμε, του ζήτησα να μην πει τίποτα στον Δημήτρη
για ότι έγινε.
Έφυγε λέγοντας μου ότι θα περιμένει με λαχτάρα να γυρίσω από
το ταξίδι μου.
-Δεν μπόρεσα να σου το πω όταν γύρισες από τα τελευταία
ψώνια που είχες πάει, δεν πίστευα ότι έγινε όλο αυτό.
Δεν ήθελα και να σε ταράξω λίγο πριν φύγεις. Τι να σου έλεγα
, ότι πριν από λίγο είχες μια ερωτική
συνεύρεση εν αγνοία σου;
Σκόπευα να σου μιλήσω τώρα που γύρισες από το ταξίδι σου, για να ξέρεις πώς να τον αντιμετωπίσεις αν σε
προσεγγίσει..
-Μπράβο αδερφούλα , να είσαι καλά που με σκέφτηκες, είπε
ειρωνικά η Θάλεια.
Μπράβο και στον Άλκη, πολύ αποφασιστικός!!!!!!!!!!!!!
Και δεν του τόχα. Πίστευα ότι ήταν ερωτευμένος με σένα, κι
απορώ πώς δεν το έχει καταλάβει ο Δημήτρης τόσο καιρό.
-Για ποιο Άλκη μιλάς, εγώ σου μιλάω για τον Γιάννη, τον φίλο του Δημήτρη. Τον Άλκη δεν θα τον έστελνε ποτέ εδώ για να πάρει τις
δικογραφίες . Έπαψε να του έχει εμπιστοσύνη από τότε που τον είδε να
μιλάει με τον Αυγερινό.
Η Θάλεια ακόμη δεν πίστευε όλα αυτά που είχε ακούσει πριν
λίγο από την αδερφή της.
Η πόρτα άνοιξε και είδε μπροστά της τον Δημήτρη.
-Γεια σου αγάπη μου. Πόσο ευτυχισμένος είμαι που γύρισα στη
φωλίτσα μας!!!! Θα στο πω για άλλη μια φορά. Είσαι πολύ τυχερή που….
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, η Ερατώ δλδ η
Θάλεια τον σταμάτησε λέγοντάς του.
-Δημήτρη, μοναδική μου αγάπη, φεύγω, σε εγκαταλείπω. Βρες
έναν από τους φίλους σου τους δικηγόρους να αναλάβουν το διαζύγιο μας.
Πέρασε δίπλα από τον εμβρόντητο Δημήτρη, πήρε τα κλειδιά του
αυτοκινήτου που μόλις τα είχε αφήσει στο τραπεζάκι , ευτυχώς, άνοιξε την πόρτα
και βγήκε.
Κατέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια, μπήκε στο αυτοκίνητο, πέταξε
στη θέση του συνοδηγού το τηλέφωνο της αδερφής της, που κρατούσε τόση ώρα
σφικτά στα χέρια της και με ένα γρήγορο μαρσάρισμα, βγήκε από την μεγάλη πόρτα.
Το σχέδιο είχε αλλάξει. Δεν γινόταν , μετά από τον τρόπο που
του μίλησε, να διασχίσει το τεράστιο σαλόνι και να βγει από την πόρτα της
κουζίνας για να πάει στην αποθήκη όπου την περίμενε η άλλη Ερατώ , η αληθινή.
Θα την ακολουθούσε
και θα την σταματούσε σίγουρα .
Και τότε θα ανακάλυπτε την αλλαγή.
Πόσο θα ήθελε να έβλεπε τι έκανε τώρα η ΜΟΝΑΔΙΚΗ της αγάπη,
σκέφτηκε ειρωνικά!
Πάτησε το play και η ζεστή φωνή του Βασίλη, γέμισε το χώρο.
θα φύγω εγώ γιατι μπορώ να σε πληγώσω
Μετά από το πρώτο σοκ, ο Δημήτρης έτρεξε στην πόρτα και είδε
το αυτοκίνητο ΤΟΥ στο βάθος του δρόμου.
Γύρισε γρήγορα για να τηλεφωνήσει στον φίλο του τον Γιάννη και δεν είδε ένα άλλο αυτοκίνητο με τα φώτα σβηστά που ακολούθησε αυτό του Δημήτρη.
Ο οδηγός του έστειλε ένα μήνυμα κάπου.
Ξαναβγήκε από το σπίτι, τον ακολουθώ.
-Τρέχα γρήγορα να την φέρεις πίσω. Σίγουρα θα πηγαίνει
στην αδερφή της, αυτή θα τη συμβούλεψε να το
κάνει αυτό.
Ακόμα δεν γύρισε, το έκανε το θαύμα της!
Τι θα πει δεν θα πας.
Εγώ θα τρέξω από πίσω της; Την αχάριστη μετά όλα όσα έχω
κάνει για κείνη ;
Δεν πάω πουθενά. Θα περιμένω μέχρι αύριο το πρωί κι αν δεν
γυρίσει, θα δει έναν άλλο Δημήτρη!!!!
Ο Γιάννης περίμενε με λαχτάρα να γυρίσει η Θάλεια για να την
ξαναδεί . Δεν θα ήθελε να βρεθούν κάτω από αυτές τις συνθήκες ,ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά!
Ήταν υποχρέωση του φίλου του να τα βρει με τη γυναίκα του.
Πολλές φορές του είχε μιλήσει για τη συμπεριφορά του
απέναντι της, αλλά δεν άκουγε κουβέντα.
Οδηγώντας γρήγορα η Θάλεια, σκέφτηκε ότι έπρεπε να
τηλεφωνήσει στην αδερφή της , να της πει για
την αλλαγή του σχεδίου.
Μέσα στην αποθήκη με τα εργαλεία , η Ερατώ αγωνιούσε.
Είχε ακούσει το αυτοκίνητο του Δημήτρη που σταμάτησε μπροστά
στο σπίτι και σε λιγότερο από δέκα λεπτά το άκουσε να ξαναφεύγει μαρσάροντας.
Τι να είχε γίνει; Γιατί αργούσε να έρθει η Θάλεια;
Το τηλέφωνο που χτύπησε μέσα στη σιγαλιά, έκανε τη Ερατώ να αναπηδήσει.
Ο ήχος του ερχόταν από την τσάντα της Θάλειας .
Με χέρια που έτρεμαν το άνοιξε και είδε ότι την καλούσε η
αδερφή της.
-Μη μιλάς κι άκου, την άκουσε να λέει.
Μόλις έφυγα από το σπίτι με το αυτοκίνητο του Δημήτρη..
-ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΤΟΥ; τρελάθηκες;
Τώρα είναι που θα μας σκοτώσει και τις δυο!!!!
Ναι , δεν γινόταν αλλιώς, θα σου τα πω όλα μετά.
Το δικό μου το έχω αφήσει εκεί που ξέρεις. Βγες προσεκτικά ,
πάρτο κι έλα στο σπίτι μας, στον Παράδεισο μας.
Να προσέχεις.
-Έτσι θα κάνω. Κι εσύ να προσέχεις.
-Θα τα πούμε σε λίγο. Σ αγαπώ.
Η Ερατώ με χίλιες προφυλάξεις, έκανε ό,τι της είπε η αδερφή
της και σε λίγη ώρα ήταν στο σπίτι τους.
Το κρύο ήταν τσουχτερό. Άναψε το καλοριφέρ, τυλίχτηκε με μια
κουβέρτα και κάθισε στα σκοτεινά να την περιμένει.
Τι αυτοκίνητο είναι αυτό, τόση ώρα πίσω μου, είπε
μονολογώντας η Θάλεια.
Με έχουν τυφλώσει τα φώτα του έτσι όπως χτυπάνε στον
καθρέφτη, είπε κι άπλωσε το χέρι της για να τον στρίψει λίγο.
Για δευτερόλεπτα πήρε τα μάτια της από το δρόμο, ήταν όμως
αρκετά για να μη δει την μηχανή που ερχόταν καταπάνω της.
Έκοψε το τιμόνι απότομα αλλά δεν απέφυγε τη σύγκρουση.
Θεέ μου, χτύπησα τη μηχανή.
Ήταν τα τελευταία της λόγια.
Ένα χέρι της χάιδεψε τα μαλλιά.
-Γύρισες επιτέλους;
-Θάλεια εγώ είμαι , ο Γιάννης, έλα σήκω, πρέπει να πάμε στο
σπίτι της αδερφής σου.
-Γιάννη; Τι θέλεις
εσύ εδώ; Γιατί να πάμε στης αδερφής μου; είπε καθώς σηκωνόταν.
-Η Ερατώ είχε ένα ατύχημα πριν από λίγο, πρέπει να έρθεις
μαζί μου.
Δεν άκουσε τίποτε άλλο. Όλα γύρω της έγινα μαύρα και
σωριάστηκε κατά γης.
Από μακριά παρακολούθησε τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Αισθανόταν υπεύθυνη για το χαμό της αδερφής της.
Αν δεν είχε δεχτεί το σχέδιό της, θα ζούσε.
Τώρα έπρεπε να εξαφανιστεί μέχρι να γεννηθεί το παιδί , σκέφτηκε
κι έφερε το χέρι στην κοιλιά της.
Μετά θα αποφάσιζε αν θα το αποκάλυπτε στον πατέρα του.
Από δω και πέρα θα ζούσε σαν Θάλεια, η Ερατώ είχε πεθάνει.
Ελπίζω να στάθηκα αντάξια της υπόλοιπης παρέας. Ήταν μια πολύ ευχάριστη εμπειρία.
Καλή μεγάλη εβδομάδα σε όλους σας.
Τα τραγούδια των οποίων οι στίχοι αναφέρθηκαν πιο πάνω είνα騨
1. Το παράπονο
Ποίηση Οδυσσέα Ελύτη
Μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου
Πρώτη εκτέλεση Ελευθερία Αρβανιτάκη
2. Άνοιξε το παράθυρο.
Στίχοι Ερρίκος Θαλασσινός
Μουσική Γιώργος Χατζηνάσιος
Τραγούδι Αντώνης Καλογιάννης
3. Θα φύγω εγώ.
Στίχοι Οδυσσέας Ιωάννου
Μουσκή Θέμης Καραμουταρίδης
Τραγούδι Βασίλης Παπακωνσταντίνου