Η ΑΠΑΓΩΓΉ!!!
-Θα πάω μαμά, την Άνοιξη.
Ποιος ο λόγος να τρέχω μέσα στο χειμώνα;
Ακόμα δεν ήρθα, άσε με να πάρω μιαν ανάσα.
-Πήρες ανάσα και μια και δυο.
Τώρα πρέπει να πας.
Το υποσχέθηκα στον πατέρα σου, όταν πεθάνει, να πάμε στο χωριό να δούμε το σπίτι μας.
-Εντάξει είπα, άσε με πρωί πρωί με την τσίμπλα στο μάτι, να πιω τον καφέ μου και θα δούμε.
Δεν θα πάει πουθενά το σπίτι, είναι εκεί και μας περιμένει.
Κι αυτό κι όλες οι καλές γειτόνισσες, που θα βρουν θέμα συζήτησης για όλο τον χειμώνα.
Άσε να πάω την άνοιξη ή ακόμα καλύτερα το καλοκαίρι που θα είναι απασχολημένες με τη θάλασσα και ίσως περάσω απαρατήρητη.
-Εσύ, να περάσεις απαρατήρητη;
Μπα σε καλό σου, μη με κάνεις να γελάω, χήρα γυναίκα.
-Γιατί τί έχω;
Δύο κεφάλια;
-Οοοοχι, καλύτερα να είχες, είσαι η Αντιγόνη με το όνομα!
Η Αντιγόνη που το έσκασε και μαζί σκάσαμε κι εμείς και πήραμε των οματιών μας.
Είπε με στόμφο η κυρά Μερόπη και τα χέρια στη μέση, σαν άλλη Τασσώ Καββαδία.
-Πού πας, φεύγεις;
-Ναι, πάω να ετοιμαστώ για το χωριό.
Καλύτερα να οδηγήσω μέσα στην χιονοθυελλα, που λένε ότι έρχεται, παρά να μαλώσουμε ακόμα δεν ήρθα.
-Ποια χιονοθύλλα καλέ;
Λίγο χιόνι θα πέσει και οι δημοσιογράφοι το έκαναν βουνό.
Εξ άλλου, εσύ είσαι μαθημένη από χιόνια.
Τόσα χρόνια στον Καναδά, τί να φοβηθείς;
Συνέχισε η Τασσώ, η κυρά Μερόπη ήθελα να πω.
-Τους δρόμους μήπως ή τους οδηγούς που ξεκινούν χωρίς αλυσίδες;
Αντιγύρισε η Αντιγόνη.
Έφυγα, μήπως προλάβω να γυρίσω πριν σκοτεινιάσει !
-Καλά, μη βιαστείς, με την ησυχία σου!
Μόλις βγήκε από το δωμάτιο η Αντιγόνη, η κυρά Μερόπη έτρεξε στο τηλέφωνο.
-Έλα, Ερμιόνη εσύ;
Έρχεται, την έπεισα.
Ελπίζω αυτή τη φορά το ανακάτεμα μου να βγει σε καλό και ίσως να βοηθήσω να διορθωθούν καπως τα πράγματα.
Έχω μετανιώσει για όλα.
Ελπιζω να μην είναι πολυ αργά.
Πρόσεχε, μη μας καταλάβει.
Ίσα που πρόλαβε να κλείσει το τηλέφωνο κι άκουσε την Αντιγόνη να κατεβαίνει τις σκάλες, κάνοντας τον σταυρό της και μονολογώντας.
-Ήλπιζα ότι μετά από τόσα χρόνια, θα είχε αλλάξει η κυρά Μερόπη, αλλά είναι ίδια.
Αυτό που έχει βάλει στο μυαλό της πρέπει να γίνει.
Άσε που θέλει να βγάλει το άχτι της για το χουνέρι που έπαθε τότε.
Αυθόρμητα γέλασε, καθώς θυμήθηκε τα περασμένα.
Σίγουρα θα περνούσε απο ανάκριση τις επόμενες μέρες, αλλά προς το παρόν την γλύτωσε, λόγο της κηδείας του πατέρα της.
Ακούς εκεί να την στέλνει στο χωριό, ακόμα δεν έφυγε ο άνθρωπος!
Τί την επιασε;
Καλύτερα ομως, παρα να μαλώνουν όλη μέρα.
Άνοιξε το αυτοκίνητο, πέταξε στο πίσω κάθισμα το βαλιτσάκι της και ξεκίνησε.
Για να δούμε, σε πόση ώρα θα φτάσω στο χωριό;
Κάποτε έκαναν δύο ώρες ίσως και περισσότερο.
Άραγε οι δρόμοι είναι ίδιοι ή έφτιαξαν και κάτι στην βόρεια Ελλάδα, από τότε που έφυγα;
Οι πρώτες χιονονιφάδες άρχισαν να πέφτουν μόλις βγήκε από τη Θεσσαλονίκη.
Είχε πάρει αλυσίδες μαζί της, οπότε το λίγο χιόνι θα το αντιμετώπιζε.
Άλλωστε, το είπε και η ειδικός, ήταν μαθημένη από τα χιόνια στον Καναδά!
Στον Καναδά που εξ αιτίας της βρέθηκε εκεί.
Καλά που ηταν ο νονός της, αδερφός του πατέρα της και τη βοήθησε να σπουδάσει και να πετύχει επαγγελματικά.
Δυνάμωσε την ένταση του ραδιοφώνου, για να απολαύσει την αγαπημένη της Χαρούλα.
Δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τα τραγούδια της Χαρούλας.
Ήταν η παρηγοριά της, η συντροφιά της όλα αυτά τα χρόνια μακριά από τον τόπο της.
Έτσι και τώρα, θα της κρατούσαν συντροφιά μέχρι ψηλά στον Χολομώντα.
Σε μια ώρα και κάτι, έστριψε για το χωριό.
Όντως οι δρόμοι ήταν καλύτεροι και χωρίς πολλές στροφές πια.
Η φύση ίδια κι απαράλλαχτη. Το σκούρο πράσινο του πεύκου και το γλυκό κανελί της βαλανιδιάς , κυριαρχούσαν στο βουνό που άρχισε να ασπρίζει από το χιόνι που έπεφτε όλο και πιο πικνό.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά.
-Λες να ονειρεύτηκα που έφυγα και να είναι όλοι εκεί και να με περιμένουν; μονολόγισε η Αντιγόνη.
Αντε καλέ, προχθές δεν γιόρτασα με φίλους τα γενέθλια μου;
Έκλεισα τα 38.
18 που ήμουν όταν έφυγα και 20 που λείπω, 38.
Σωστός ο λογαριασμός, άρα δεν με περιμένει κανείς.
Κάνοντας αυτές τις παράξενες και τρελές σκέψεις, έφτασε χωρίς δυσκολία μέχρι το σπίτι τους.
Πρώτη φορά το έβλεπε με κλειστά παράθυρα και χωρίς λουλούδια στα παρτέρια.
Ήταν σαν ξένο, σαν να μην έμενε ποτέ εδώ.
Έφτασε αργά μέχρι την πόρτα και με πολύ κόπο την ανοιξε.
Το χιόνι είχε κάνει τη δουλειά του κι εμπόδιζε το άνοιγμα της.
Από συνήθεια, έψαξε τον διακόπτη στον τοίχο και τον πάτησε.
Δεν περίμενε φυσικά να ανάψει κι όμως άναψε.
Ο καημένος ο πατέρας της, μέχρι τελευταία στιγμή που δεν ήταν καλά, έστελνε χρήματα στον Σπύρο, για να πληρώνει τους λογαριασμούς.
Ήθελε να είναι έτοιμο, μήπως έρθω ξαφνικά κάποια στιγμή.
-Πατέρα ήρθα, αλλά εσύ δεν είσαι εδώ.
Με μια ματιά που έριξε, το σπίτι δεν χρειαζόταν μεγάλες επισκευές.
Ίσως την διακόσμηση να την αλλάξω, αλλά υπάρχουν κι άλλες λεπτομέρειες, σκέφθηκε .
Δεν θυμάμαι ποτέ ξανά το σπίτι μου τόσο βρώμικο.
Τα πάντα άστραφταν από πάστρα κάποτε.
Μερόπη- καθαριότητα, αχώριστες φίλες.
Έτσι και τότε, οι αυλές είχαν ασπριστεί, τα παρτέρια είχαν γεμίσει λουλούδια, το νυφικό περίμενε κρεμασμένο στην κρεμάστρα.
-Τί θέλω τώρα και τα θυμάμαι;
Ας κλείσω πάλι το σπίτι κι ας πάω απέναντι, μέχρι το σπίτι της Ερμιόνης, να ζεστάνω λίγο τα χεράκια μου και τα ποδαράκια μου, αν φυσικά είναι ακόμα στο χωριό.
Έτσι ήταν το συνήθιο, να πηγαίνουν η μία στο σπίτι της άλλης, συνεχώς.
Μόνο στον ύπνο χώριζαν και τα καλοκαίρια ούτε και τότε.
Εστρωναν στην ταράτσα, κάτω από την κρεβαταριά τις κουρελούδες, ξάπλωναν και μελετούσαν τα αστέρια.
Αργά πολύ αργά τις έπαιρνε ο ύπνος.
Με το μυαλό γεμάτο εικόνες, ανοιξε την πόρτα για να βγει κι έμεινε να κοιτάζει την έκπληκτη κυρία, που ετοιμαζόταν να χτυπήσει το κουδούνι.
Μετά την πρώτη έκπληξη, έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης, κλαίγοντας.
-Αντιγόνη μου γύρισες; είπε μέσα στα αναφιλητά της η Ερμιόνη.
-Ναι αγαπημένη μου φιλενάδα, γύρισα.
Γύρισα για να σε σφίξω στην αγκαλιά μου και να σ ευχαριστήσω για όλα όσα έχεις κάνει για μένα.
Δεν θέλω ούτε να σκεφτώ πώς θα ήμουν σήμερα, αν δεν ήσασταν εκεί, εσύ κι αδερφός σου, ο Σπύρος.
-Δεν πίστευα στα μάτια μου, όταν είδα ένα αυτοκίνητο να σταματά μπροστά στο σπίτι σας.
Ετρεξα να δω με την ελπιδα να είσαι εσύ.
Πάμε όμως στο σπίτι να ζεσταθουμε και να πούμε για τα παλιά.
-Δεν θα ενοχλήσω κάποιον, τον άνδρα σου, τα παιδιά σου, ρώτησε η Αντιγόνη.
-Μη στεναχωριέσαι, όλοι λείπουν τέτοια ώρα.
Θέλουν όμως τόσο πολύ να γνωρίσουν την αγαπημένη μου φίλη, που θα τρελαθούν από τη χαρά τους όταν σε δουν το απόγευμα που θα γυρίσουν.
-Ξέρεις, δεν θα μείνω πολύ, πρέπει να γυρίσω πριν σκοτείνιάσει.
-Καλά, έλα τώρα να μου πεις πώς είναι η ζωή σου στην ξενιτιά και μετά βλέπουμε.
Άρχισε από την αρχή.
-Εγώ να αρχίσω;
Εγώ ήμουν ένα ρομπότ εκείνη τη μέρα, ένα άψυχο ρομπότ.
Αν δεν είχατε σκαρώσει όλο το σχέδιο εσύ κι ο Σπύρος, δεν νομίζω ότι θα είχα φύγει.
Απορώ ακόμα πώς τα είχατε κανονίσει όλα τόσο τέλεια;
-Εύκολο για τον Σπύρο που ήταν λάτρης της περιπέτειας κι απλώς ανεπαρέστησε μια ταινία δράσης, ο τρελός.
-Μα ούτε εγώ δεν είχα καταλάβει κάτι!
-Αυτό ήταν το ζητούμενο, να είσαι ο εαυτός σου για να μην προδοθείς!
-Μ αφήσατε να φορέσω το νυφικό, να κάνω όλα τα παραδοσιακά, να χορέψω με όλους στην αυλή, υπό τον ήχο των νταουλιών και των κλαρίνων κι όταν ρωτούσα που ήσουν, αγαπημένη μου φίλη και παρολίγον κουμπαρα, έπαιρνα από όλους την απάντηση ότι πήγατε με τον αδερφό σου τον Σπύρο, να φέρετε το στολισμένο αμάξι.
Το θεώρησαν όλοι φυσιολογικό να το κάνει αυτό η κουμπάρα, που θα έπρεπε να είναι συνεχώς δίπλα μου;
-Ήμασταν τυχεροί, κανένας δεν υποψιάστηκε τίποτα.
-Ήρθε το αμάξι κορνάροντας συνεχώς κι εγώ σαν μελλοθάνατη, μπήκα μέσα.
Όλο χαρά η μάνα μου, που κανόνισε αυτόν τον ανεπιθύμητο γάμο για μένα, προσπάθησε να μπει και να κάτσει δίπλα μου.
-Ηταν τόσο αστεία η έκφραση της, όταν της είπα ότι θα τσαλακωθεί το νυφικό κι οπισθοχώρισε αμέσως, που την λυπήθηκα την καημένη!
-Ναι την καημένη, εγώ τότε τί ήμουν;
αντέδρασε η Αντιγόνη.
-Τη λυπήθηκα γιατί ήξερα τί την περίμενε σε λίγο που θα αντιλαμβανόταν την απαγωγή σου.
-Εγώ πάλι, ούτε που κατάλαβα γιατί μου τραβολογούσες να μου βγάλεις το νυφικό, γιατί μου φόρεσες ένα τζην παντελόνι κι ένα μακό μπλουζάκι, γιατί μου ξεβαψες το πρόσωπο, ενώ ο Σπύρος οδηγούσε σαν τρελός το νυφικό αυτοκίνητο.
-Πώς ήθελες να οδηγεί ο καημένος;
Έπρεπε να σε βάλουμε στο αεροπλάνο πριν μας προλάβουν.
Έγιναν όλα όπως τα βλέπαμε στην ταινία κι ευχόσουν να είχες τη δύναμη να το κάνεις.
Ε, εμείς βοηθήσαμε να πραγματοποιηθεί η ευχή σου.
Χρειαζόμασταν άλλον ένα συνεργό κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον αγαπημένο σου πατέρα.
Αυτός έβγαλε τα αεροπορικά εισιτήρια για τον Καναδά και συνεννοήθηκε με τον αδερφό του κσι νονό σου να σε παραλάβει.
Κι εκείνος δεν συμφωνούσε μ αυτόν τον γάμο, γιαυτό και δεν είχε έρθει.
Οι δυο μαζι βρηκαν το κουράγιο, με τη βοήθεια μας φυσικά, να ανατρεψουν τα σχεδια της μαμάς σου.
Τώρα έπρεπε κάποιος να τους καθυστερήσει και να τους αποπροσανατολύσει με κάθε τρόπο.
-Τί λες τώρα; Ήταν κι ο μπαμπάκας μου στο κόλπο;
Δεν το ήξερα, δεν μου το είπε ποτέ.
-Πώς να σου το πει βρε φιλενάδα;
Η κυρά Μερόπη θα τον εκτελούσε χωρίς συνοπτικές διαδικασίες.
Τέτοιο κάζο που έπαθε, ακόμα συζητιέται στο χωριό το πάθημα της.
-Ας μην ήθελε να με παντρέψει με το ζόρι με έναν που είχε τα διπλάσια χρόνια από μένα.
Την είχε πιάσει μανία να γίνει αυτός ο γάμος για να εξασφαλιστούμε όλοι.
Όλοι εκτός από μένα, είπε η Αντιγόνη κλαίγοντας.
-Τώρα γιατί κλαις;
-Κλαίω γιατί δεν πρόλαβα τον πατέρα μου ζωντανό και μετά από αυτό που μου είπες, ότι ήταν στο κόλπο, δεν νομίζω ότι θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου για τον πόνο που του προκάλεσα.
Μάλλον θα φύγω και δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω.
Δεν έχω λόγο πια.
Με την μητέρα μου θα μαλώνουμε συνέχεια, οπότε καλύτερα μακριά κι αγαπημένοι.
-Στάσου καλέ, που πας;
Σκοτείνιασε και το χιόνι κάλυψε τα πάντα.
Δεν θα πας πουθενά σήμερα, αύριο βλέπουμε.
Πάνω στην ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα τρέμοντας από το κρύο, ο άνδρας και τα παιδιά της Ερμιόνης κι από πίσω με σκυμμένο κεφάλι, ο Σπύρος, ο μεγάλος σκηνοθέτης.
Μετά τις πρώτες αγκαλιές στρώθηκε το τραπέζι και τρώγοντας και πίνοντας, κλαίγοντας και γελώντας, έζησαν πάλι την περίφημη απαγωγή.
Τα κοριτσάκια της Ερμιόνης, άκουγαν τα κατορθώματα του θείου τους κσι της μαμάς τους και τόνιζαν ότι ξέρουν τί θα κάνουν αν τις πιέσουν να παντρευτούν με το ζόρι.
Τα δάκρυα που έτρεχαν ποτάμι, δεν ήξεραν αν ήταν από τα κλάματα ή από τα γέλια.
Αρκετές φορές χτύπησε το τηλέφωνο, αλλά κανείς δεν το άκουσε.
Αλλά κι αν το άκουσε, δεν ήθελε να χαλάσει το ωραίο γλέντι που είχε στηθεί.
Ίσως και προγαμιαίο, που ξέρεις;
Η κυρά Μερόπη έβραζε στο ζουμί της.
Ήθελε να μάθει την αντίδραση της κόρης της όταν είδε τον Σπύρο.
Από παιδιά ήταν αχώριστοι και οι τρεις και ήταν σίγουρη ότι το αίσθημα τους θα γινόταν έρωτας κάποια στιγμή, αν δεν τους τα χαλούσε η ίδια με τα μεγάλα της σχέδια.
Είχαν πάρει τα μυαλά της αέρα, όταν ήρθε προξενιό για την κόρη της από τον πιο μεγάλο γεοκτήμονα της περιοχής.
Τί καταλαβε;
Στερήθηκε το κοριτσάκι της, έζησε μακριά από το αγαπημένο της χωριό, γιατί φυσικά δεν άντεχε τα σχόλια, είχε και τύψεις που έμεινε μόνος ο Σπύρος, πιστός στην αγαπημένη του.
Μα πότε θα της τηλεφωνούσε η Ερμιόνη;
Κόντευε να χαράξει, όταν πήγαν όλοι για ύπνο .
Όλοι εκτός από τον Σπύρο και την Αντιγόνη.
Έβαλε κι άλλα ξύλα στα τζάκι, έφτιαξε ένα ζεστό τσάι, μετά από τόσο κρασί το χρειάζονταν και οι δύο, έπιασε το χέρι της και κάθισαν δίπλα στη φωτιά.
Είχαν πολλά να σχεδιάσουν για το μέλλον τους.
Τί στο καλό είχε τον τίτλο του σκηνοθέτη;
Τώρα πια κανένας δεν θα του χαλούσε το σενάριο.
Περίμενε 20 χρόνια.
Αυτή τη φορά θα έπαιρναν όλα τα Όσκαρ.
Ελπίζω να σας άρεσε η δική μου εκδοχή για το σπίτι στο βουνό.
ΝΑ ΕΊΣΤΕ ΌΛΟΙ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ!!!!