Η Ντέζυ έριξε τα τελευταία ρούχα στη βαλίτσα και την έκλεισε.
Μήπως τα έβγαλε και καθόλου; Γέλασε μέσα της κι αναρωτήθηκε,
με ποιο σκεπτικό είχε πάρει μαζί της τα επώνυμα συνολάκια της και τις 12ποντες
γόβες;
Όταν στις αρχές Μαρτίου, πήραν την απόφαση να φύγουν, γέμισε
βιαστικά τις βαλίτσες χωρίς να σκεφτεί ότι δεν είχε ξαναπάει σε χωριό!!!
Δεν ήθελε να φύγει, είχε αντιδράσει με σθένος στην αρχή,
γιατί δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από όλα
όσα συνήθιζε.
Το γυμναστήριο, τα ψώνια, τα θέατρα, τους καφέδες με τις φίλες
της.
Όλα αυτά , συμπλήρωναν την ημέρα της , μετά την δουλειά!!!
Χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια ο Άλεξ για να την πείσει, ότι τίποτα δεν θα ήταν
ίδιο όσες μέρες θα ήταν σε καραντίνα.
Θα ήταν κλεισμένοι μέσα στο σπίτι κι αυτοί και τα δύο τους παιδάκια.
Τον Τζακ και τη Μπέτυ 6 και 4 χρονών αντίστοιχα!!
Η μόνη έξοδος κι αυτή με χαρτί, θα ήταν στο σούπερ μάρκετ,
σε φαρμακείο και σε γιατρό, αν χρειαζόταν.
Με βαριά καρδιά μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το
χωριό του Άλεξ.
Τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα, γιατί πρώτη φορά θα πήγαιναν
στο χωριό.
Τους παππούδες τους έβλεπαν, μόνον όταν εκείνοι μπορούσαν να
κατέβουν στην πόλη, μερικές φορές τον χρόνο.
Οι γονείς του Άλεξ , αρκετά νέοι ακόμα, διατηρούσαν μια
μικρή φάρμα στο χωριό.
Ο παππούς Ιάκωβος και η γιαγιά Δέσποινα, όλη την ημέρα δεν σταματούσαν
καθόλου.
Από νωρίς το πρωί, η έννοια τους ήταν τα ζωντανά , οι κοτούλες , τα κατσικάκια, τα γουρουνάκια
και φυσικά οι γατούλες και τα σκυλάκια.
Μετά φρόντιζαν τον μπαξέ τους , όπου ανάλογα με την εποχή, είχαν φυτεμένα όλα τα αγαθά του κόσμου.
Μαζί τους πρώτος και καλύτερος ο μεγάλος παππούς, ο παππούς Αλέκος,
έλεγχε τα πάντα και βοηθούσε όσο μπορούσε, αφού κόντευε πια τα 90.
Η μεγάλη γιαγιά, η γιαγιά Κατίνα ή αλλιώς Αλέξενα, είχε την
επιμέλεια του φαγητού.
Όλη την ημέρα δεν σταματούσε να μαγειρεύει , να φτιάχνει
πίτες και γλυκά!!!
Ο παππούς Αλέκος, γελούσε και καμάρωνε που είχε νέα γυναίκα,
ούτε 80 χρονών κοριτσάκι.
Τη βοηθούσε να πάει στο σούπερ μάρκετ, όπως έλεγε
τον λαχανόκηπό τους, από τότε που ρώτησαν τα μικρά τους εγγόνια , από πού θα ψώνιζαν
για να μαγειρέψει η γιαγιά!!!
Ξεκινούσε τη μέρα της η γιαγιά Κατίνα με την προσευχή της μπροστά
στην αναμμένη καντήλα και μετά συνέχιζε ακάθεκτη να παλεύει με τα κουζινικά της
φτιάχνοντας ό,τι ήξερε και δεν ήξερε για να τους ευχαριστήσει όλους.
Και μη νομίζεται πως μετά σταματούσε, όχι, συνέχιζε στον αργαλειό
της, που ήταν ακόμα στημένος στο πίσω δωμάτιο του σπιτιού, από τότε που ήρθε
νύφη εδώ, σχεδόν παιδούλα!!!!
Ό,τι κι αν της έλεγαν, αυτή επέμενε πως ήταν η ώρα της ξεκούρασης,
η ώρα της χαράς και της δημιουργίας!!!!!!!!
Αν δεν ύφαινε η ίδια το ύφασμα για τα στρωσίδια του σπιτιού,
ακόμα και των ρούχων, δεν αναπαυόταν η ψυχή της.
Μπορεί να μην ήξερε τη λέξη αυτάρκης και οικιακή αυτάρκεια, αλλά ήταν και την
εφάρμοζε μέχρι εκεί που μπορούσε κι έφταναν οι δυνατότητες της.
Και κοίτα να δεις που έχουν γίνει πάλι της μόδας τα υφαντά ρούχα κι αξεσουάρ, οι κουρελούδες και τα ριχτάρια!!!!!!!!
Η Ντέζυ, που τώρα όλοι την φώναζαν Μαργαρίτα, είχε
ενθουσιαστεί με όλα αυτά και έκανε διάφορες σκέψεις κι όνειρα!!
Παλαιότερα ο Άλεξ, που τώρα όλοι τον φώναζαν Αλέξανδρο ή και Αλέκο , είχε προσπαθήσει να την πείσει ότι μπορούσαν να συνδυάσουν την
υγιεινή ζωή στο χωριό με την επαγγελματική δραστηριότητα .
Στο κάτω κάτω, είχαν σπουδάσει και οι δύο και δούλευαν σε
δουλειές άσχετες με το αντικείμενό τους.
Τώρα όλα τα έβλεπε με άλλο μάτι, ιδίως τα πρόσωπα των
παιδιών τους.
Η χαρά ήταν ζωγραφισμένη στα προσωπάκια τους. Αυτά που είχαν
μάθει εδώ στο χωριό, κοντά στους παππούδες και τις γιαγιάδες, δεν θα τα μάθαιναν σε κανένα σχολείο.
Έμαθαν να ταΐζουν τις κότες και τα κατσικάκια, να ξεχωρίζουν
και να αναγνωρίζουν τα λαχανικά, τα λουλούδια και τα δέντρα .
Η αγαπημένη ασχολία της μικρής Μπέτυ που τώρα όλοι την
φώναζαν Δεσποινούλα, ήταν να μαζεύει μαζί με τη μεγάλη γιαγιά , χαμομήλι από το
διπλανό χωράφι και να το απλώνουν στη
βεράντα επάνω σε καθαρά σεντόνια , για να στεγνώσει!!!
Όλο το χειμώνα θα έπιναν ζεστό ρόφημα και θα έλεγαν παραμύθια δίπλα στο τζάκι.
Δεν έβλεπαν την ώρα και οι δυο τους.
Ο Τζάκ, που τώρα τον φώναζαν όλοι Ιάκωβο, τρελαινόταν για
βόλτες με τα μικρά αλογάκια.
Ο παππούς Ιάκωβος κρατούσε το χαλινάρι και τον πήγαινε γύρω γύρω στην αυλή.
Αλλά και η ίδια είχε διδαχτεί πάρα πολλά όλο αυτό τον καιρό!
Πρώτα πρώτα είχε μάθει να μαγειρεύει και μάλιστα πολύ ωραία,
ακόμη και φύλλο προσπάθησε να ανοίξει με τη βοήθεια της γιαγιάς.
Δεν την έφτανε βέβαια ακόμα,αλλά συνέχιζε τις προσπάθειες.
Αυτά που την ενδιέφεραν όμως περισσότερο, ήταν τα υφαντά και
η λεβάντα.
Σκεφτόταν να αξιοποιήσει το πτυχίο του
Χημικού που είχε, βάφοντας η ίδια το μαλλί που έπαιρναν από τα πρόβατα ή παρασκευάζοντας αιθέρια έλαια και σαπούνια, τα οποία θα
μπορούσαν να πουληθούν ακόμα και στο εξωτερικό.
Εδώ θα ήταν χρήσιμο το πτυχίο του Άλεξ η Αλέξανδρου ή
Αλέκου, αφού σπούδασε marketing.
Τελικά είχε δίκιο ο αγαπημένος της, πολλά μπορούσαν να κάνουν σ
αυτό τον ευλογημένο τόπο.
Έμενε να σκεφτεί με πιο τρόπο θα το ανακοίνωνε στη μητέρα της.
Η οποία σίγουρα θα διέδιδε στις φίλες της ότι η κόρη της θα εξετρεφε στη φάρμα της σπάνια άλογα για ιππασία.
Ούτε λόγος για κατσίκια και πρόβατα ούτε για λαχανόκηπο και κοπριά, φυσικά! 😂😂
-Μαργαρίτα, είσαι έτοιμη;
Μας περιμένουν για το αποχαιρετιστήριο δείπνο. Η γιαγιά
έφτιαξε ό,τι καλύτερο μπορούσε κι ετοίμασε και τις τσάντες που θα μας δώσει
γεμάτες πεσκέσια!
-Λοιπόν, παιδιά μου, ας
πιούμε στην υγειά μας κι άλλο κακό να μη μας βρει!!!
Ο παππούς σήκωσε το ποτήρι του κι αμέσως τον ακολούθησαν
όλοι.
-Μας δώσατε μεγάλη χαρά με τον ερχομό σας εδώ. Όσο σκεφτόμασταν
ότι θα περνούσατε όλες αυτές τις μέρες κλεισμένοι σε 4 τοίχους, αρρωσταίναμε!!!!!!
Τώρα ελπίζουμε να μας έρχεστε πιο συχνά, να ας πούμε για τις
καλοκαιρινές σας διακοπές, ε, τι λέτε;
Τα παιδικά ματάκια άστραψαν και τα κεφαλάκια γύρισαν για να
κοιτάξουν τους γονείς τους.
-Αλήθεια, μπορούμε να ξανάρθουμε μαμά; Είπαν με μια φωνή.
Θα μας λείψουν οι κοτούλες και τα κατσικάκια και οι βόλτες
σε όλο το κτήμα με τις γιαγιάδες και τους παππούδες.
Η ερώτηση πήγε αποκλειστικά στη μαμά τους, τη Μαργαρίτα,
γιατί τα αυτάκια τους είχαν πιάσει μερικές φορές την απέχθεια της για το
χωριό!!!
14 ζευγάρια μάτια κι άλλα τόσα αυτιά , περίμεναν την
απάντηση της.
-Μάλλον δεν θα μπορέσουμε να έρθουμε, άρχισε να λέει κι
αμέσως η συννεφιά απλώθηκε στα πρόσωπα όλων, γιατί για να έρθουμε, βιάστηκε να συμπληρώσει, πρέπει πρώτα
να φύγουμε , οπότε αποφασίσαμε με τον μπαμπά σας, να μείνουμε εδώ και να
κάνουμε μια καινούργια αρχή!
Τι λέτε, συμφωνείτε όλοι;
Το ουράνιο τόξο ανέτειλε στα πρόσωπα τους κι αυτή ήταν η
απάντηση στην ερώτηση της Μαργαρίτας, πρώην Ντέζυ.
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου , στη φωτογραφική σκυτάλη που διοργανώνει η Μαίρη στη
Γήινη Ματιά της
Τη φωτογραφία την παρέλαβα από την
Ελένη, μαζί με την λέξη Αυτάρκης , που έπρεπε να συμπεριλάβω στο κείμενο.
Με τη σειρά μου δίνω τη σκυτάλη στη
Μαρία με την πιο κάτω φωτογραφία και τη λέξη, όνειρα .
Καλή επιτυχία Μαρία!!!