ΠΟΙΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟ ΤΟ ΨΕΜΑ;;;
Μια ιστορία από στιχάκια / συλλογικό διήγημα-συμμετοχή.
Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε έκπληκτος όλους αυτούς που
ήταν γύρω του.
Γιατί τον κοίταζαν έτσι, λες κι έβλεπαν φάντασμα;
Και μήπως δεν έβλεπαν;
Πριν από λίγο το μηχάνημα, έδειχνε μια ίσια γραμμή και τώρα
άρχισε ξαφνικά να δουλεύει.
-Είναι δυνατόν; Ψέλλισε η νοσοκόμα.
-Όλα είναι δυνατά, είπε ο γιατρός. Έχω ακούσει για τέτοια θαύματα, αλλά πρώτη
φορά το βιώνω!
Κάτι δεν έχει τελειώσει εδώ στη Γη και ίσως με αυτή τη
δεύτερη ευκαιρία, του δίνετε η δυνατότητα να το κάνει!
Ίσως για να γίνει καλύτερος άνθρωπος, ποιος ξέρει;
Καλύτερος άνθρωπος; σκέφτηκα ο Άλκης. Ναι μπορεί, μπορεί να
προλάβαινε να διορθώσει κάτι.
Στο αποθήκη του κήπου , όπου έβαζαν τα εργαλεία, ίσα που
χωρούσαν οι δυο αδερφές
-Σου το ξαναλέω, έτσι θα γίνει και δεν θα καταλάβει τίποτα.
Όσες φορές κι αν σε συμβουλέψω, εσύ δεν πρόκειται να του πεις αυτά που θέλεις.
Είναι δυνατόν να μη σε αφήνει ούτε νε μιλήσεις;
Τι θα πει βάζει το δάχτυλο στα χείλη σου και σου λέει να
νοιώσεις την ευτυχία;
Έτσι είναι η ευτυχία; Ίσως για κείνον βέβαια, έτσι να είναι.
Αν το κάνει και σε μένα, θα του το δαγκώσω, να ξέρεις!
Μα πόσο εγωιστής Θεέ μου!
-Δεν ήταν έτσι στην αρχή.
Άλλαξε από τότε που άρχισε να κερδίζει περισσότερα χρήματα.
Έγινε αλαζόνας, κτητικός, καχύποπτος!!
Κάθε μέρα μου τονίζει πόσο τυχερή είμαι που δεν χρειάζεται
να βγω στη ζούγκλα για να δουλέψω και πως όλα τα κάνει για μένα!
-Έχτισε ένα χρυσό κλουβί , έβαλε το καναρίνι του μέσα κι
αυτό πρέπει να του τραγουδάει έχει δεν έχει όρεξη.
Μα να μη μου μοιάσεις καθόλου στον χαρακτήρα;
Εσύ είσαι γλυκιά και μαλακιά σαν σαντιγί κι εγώ πικρή και στυφή
σαν …
-Πικραμύγδαλο, έτσι σε έλεγε η μαμά.
-Η σαντιγί και το πικραμύγδαλο, είπαν και οι δυο με μια φωνή
και ξέσπασαν στα γέλια.
Μόνο η μαμά μπορούσε να μας ξεχωρίσει, όσες φορές κι αν
αλλάζαμε τα ρούχα μας.
Μας κοίταζε στα μάτια κι έλεγε πως βλέπει ένα αγγελούδι σε
σένα κι ένα διαβολάκι σε μένα.
Κι εμείς τρέχαμε στον καθρέφτη να δούμε τα μάτια μας!!
Μου λείπουν πολύ,
Μυρτώ μου.
-Κι εμένα Θάλεια μου.
Ευτυχώς που έχουμε η μία την άλλη!!!
Με βιαστικές κινήσεις, όσο τις επέτρεπε ο λίγος χώρος που
υπήρχε ανάμεσα στα εργαλεία, οι δυο αδερφές άλλαξαν ρούχα.
-Μη ξεχάσεις το κινητό μου, είπε η Μυρτώ και της το έδωσε.
Όση ώρα τον περίμενε στο σαλόνι, σκεφτόταν αυτά που της
εκμυστηρεύτηκε η αδερφή της πριν λίγο!
Δεν πίστευε στα αυτιά της!!
Η Μυρτώ περίμενε παιδί, επιτέλους θα γινόταν μανούλα μετά
από τόσα χρόνια!
Αλλά τότε γιατί ήθελε να φύγει, γιατί ήθελε διαζύγιο;
Και της τα εξήγησε όλα.
-Θυμάσαι , πριν 2 μήνες που ετοιμαζόσουν για το ταξίδι σου
στην Αμερική; Είχα έρθει πρωί πρωί, μόλις έφυγε ο Δημήτρης, για να σε
αποχαιρετίσω.
Δεν ήσουν εκεί κι έμεινα να σε περιμένω.
Είχα καιρό να έρθω στον Παράδεισό μας, όπως το έλεγαν οι
γονείς μας αυτό το σπίτι.
Βγήκα στο μπαλκόνι να απολαύσω την υπέροχη θέα , την
απέραντη θάλασσα που απλώνονταν στα πόδια του.
Γι αυτή τη θέα έχτισαν αυτό το σπίτι και το ονόμασαν
Παράδεισο.
Δεν άκουσα το αυτοκίνητο που ήρθε , ούτε τα κλειδιά στην
πόρτα. Κάποια στιγμή ένιωσα ένα χέρι να με χτυπάει απαλά στον ώμο και μια
σιγανή φωνή να λέει, Θάλεια , συγνώμη, δεν ήξερα ότι ήσουν εδώ. Ο Δημήτρης μου
είπε ότι έφυγες ταξίδι.
Γύρισα τρομαγμένη , το φλιτζάνι του καφέ , έφυγε από τα
χέρια μου κι έπεσε με θόρυβο στα πλακάκια. Έτρεμα ολόκληρη. Πώς , πώς μπήκες ;
-Ήρθα να πάρω ένα φάκελο με δικογραφίες του Δημήτρη,
που κρατούσε φυλαγμένο στο χρηματοκιβώτιο εδώ.
-Ναι το συνήθιζε αυτό, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Κανένας δεν
γνώριζε αυτό το σπίτι.
Ερχόταν όμως μόνο όταν ήταν σίγουρος ότι λείπεις.
-Σε τρόμαξα όμως και λυπάμαι πολύ γι αυτό.
Έλα , πάμε μέσα να σου βάλω κάτι να πιείς να συνέλθεις,
τρέμεις ολόκληρη.
Τον ακολούθησα μηχανικά και ούτε που σκέφτηκα να του πω ότι
δεν ήμουν εσύ.
Καθίσαμε στο σαλόνι, ήπια δυο γουλιές από το κρασί που μου
έβαλε και προσπαθούσα να συνέλθω από την τρομάρα που πήρα.
Όσο το οινόπνευμα ζέσταινε το αίμα μου καθώς κατέβαινε, πήρε
τα παγωμένα χέρια μου στα δικά του για να
τα ζεστάνει.
-Ξέρεις Θάλεια, ποτέ δεν είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε
εμείς οι δυο.
Μπορεί να μοιάζεις με την αδερφή σου, αλλά ξεχωρίζεις για τον
δυναμισμό σου.
Σε θαυμάζω!
Συνέχιζε να μου κρατάει τα χέρια και να μου μιλάει τρυφερά.
Ήταν βάλσαμο τα λόγια του για την πληγωμένη μου καρδιά κι ας
ήξερα ότι προοριζόταν για σένα.
Σηκώθηκε να βάλει ένα ποτό και γι αυτόν, έβαλε μουσική και
ξαναγύρισε κοντά μου.
Εγώ εν τω μεταξύ , άδειασα μονορούφι το κρασί κι όπως ήταν
ακόμη πρωί , με χτύπησε κατ ευθείαν στο κεφάλι.
Με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε.
Μόνη εσύ, μόνος αυτός μετά το πρόσφατο διαζύγιο του, δεν
υπήρχαν εμπόδια.
Μετά όλα τελείωσαν, χάθηκαν. Δεν υπήρχε κανείς εκτός από
μένα κι εκείνον.
Ούτε που σκεφτόμουν ότι μπορούσες να έρθεις από στιγμή σε
στιγμή!
Όταν συνήλθαμε, του ζήτησα να μην πει τίποτα στον Δημήτρη
για ότι έγινε.
Έφυγε λέγοντας μου ότι θα περιμένει με λαχτάρα να γυρίσω από
το ταξίδι μου.
-Δεν μπόρεσα να σου μιλήσω όταν γύρισες από τα τελευταία
ψώνια που είχες πάει, δεν πίστευα ότι έγινε όλο αυτό.
Δεν ήθελα και να σε ταράξω λίγο πριν φύγεις. Τι να σου έλεγα
, ότι πριν από λίγο είχες μια ερωτική
συνεύρεση εν αγνοίας σου;
Σκόπευα να σου μιλήσω τώρα που γύρισες από το ταξίδι σου, για να ξέρεις πώς να τον αντιμετωπίσεις αν σε
προσεγγίσει..
-Μπράβο αδερφούλα , να είσαι καλά που με σκέφτηκες, είπε
ειρωνικά η Θάλεια.
Μπράβο και στον Άλκη, πολύ αποφασιστικός!!!!!!!!!!!!!
Και δεν του τόχα. Πίστευα ότι ήταν ερωτευμένος με σένα, κι
απορώ πώς δεν το είχε καταλάβει ο Δημήτρης.
-Για ποιο Άλκη μιλάς, εγώ σου μιλάω για τον Γιάννη, τον
έμπιστο φίλο του Δημήτρη. Τον Άλκη δεν θα τον έστελνε ποτέ εδώ για να πάρει τις
δικογραφίες . Είχε πάψει να του έχει εμπιστοσύνη από τότε που τον είδε να
μιλάει με τον Αυγερινό.
Η Θάλεια ακόμη δεν πίστευε όλα αυτά που είχε ακούσει πριν
λίγο.
Η πόρτα άνοιξε και είδε μπροστά της τον Δημήτρη.
-Γεια σου αγάπη μου. Πόσο ευτυχισμένος είμαι που γύρισα στη
φωλίτσα μας!!!! Θα στο πω για άλλη μια φορά. Είσαι πολύ τυχερή που….
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, η Μυρτώ δλδ η
Θάλεια τον σταμάτησε λέγοντάς του.
-Δημήτρη, μοναδική μου αγάπη, φεύγω, σε εγκαταλείπω. Βρες
έναν από τους φίλους σου τους δικηγόρους να αναλάβουν το διαζύγιο μας.
Πέρασε δίπλα από τον εμβρόντητο Δημήτρη, πήρε τα κλειδιά του
αυτοκινήτου που μόλις τα είχε αφήσει στο τραπεζάκι , ευτυχώς, άνοιξε την πόρτα
και βγήκε.
Κατέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια, μπήκε στο αυτοκίνητο, πέταξε
στη θέση του συνοδηγού το τηλέφωνο της αδερφής της, που κρατούσε τόση ώρα
σφικτά στα χέρια της και με ένα γρήγορο μαρσάρισμα, βγήκε από την μεγάλη πόρτα.
Το σχέδιο είχε αλλάξει. Δεν γινόταν , μετά από τον τρόπο που
του μίλησε, να διασχίσει το τεράστιο σαλόνι και να βγει από την πόρτα της
κουζίνας για να πάει στην αποθήκη όπου την περίμενε η άλλη Μυρτώ , η αληθινή.
Θα την ακολουθούσε
και θα την σταματούσε σίγουρα .
Πόσο θα ήθελε να έβλεπε τι έκανε τώρα η ΜΟΝΑΔΙΚΗ της αγάπη,
σκέφτηκε ειρωνικά!
Μετά από το πρώτο σοκ, ο Δημήτρης έτρεξε στην πόρτα και είδε
το αυτοκίνητο ΤΟΥ στο βάθος του δρόμου.
Πήρε γρήγορα τηλέφωνο στον φίλο του τον Γιάννη για να
ζητήσει την βοήθεια του.
-Τρέχα γρήγορα να την φέρεις πίσω. Σίγουρα θα πηγαίνει στην αδερφή της, αυτή θα τη συμβούλεψε να το
κάνει αυτό.
Ακόμα δεν γύρισε, το έκανε το θαύμα της!
Τι θα πει δεν θα πας.
Εγώ θα τρέξω από πίσω της; Την αχάριστη μετά όλα όσα έχω
κάνει για κείνη ;
Δεν πάω πουθενά. Θα περιμένω μέχρι αύριο το πρωί κι αν δεν
γυρίσει, θα δει έναν άλλο Δημήτρη!!!!
Ο Γιάννης περίμενε με λαχτάρα να γυρίσει η Θάλεια για να την
ξαναδεί . Δεν θα ήθελε να βρεθεί ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά!
Ήταν υποχρέωση του φίλου του να τα βρει με τη γυναίκα του.
Πολλές φορές του είχε μιλήσει για τη συμπεριφορά του
απέναντι της, αλλά δεν άκουγε κουβέντα.
Οδηγώντας γρήγορα η Θάλεια, σκέφτηκε ότι έπρεπε να
τηλεφωνήσει στη Μυρτώ γα να της πει για
την αλλαγή του σχεδίου.
Μέσα στην αποθήκη με τα εργαλεία , η Μυρτώ αγωνιούσε.
Είχε ακούσει το αυτοκίνητο του Δημήτρη που σταμάτησε μπροστά
στο σπίτι και σε λιγότερο από δέκα λεπτά το άκουσε να ξαναφεύγει μαρσάροντας.
Τι να είχε γίνει; Γιατί αργούσε να έρθει η Θάλεια;
Το τηλέφωνο που ήχησε
μέσα στη σιγαλιά, έκανε τη Μυρτώ να αναπηδήσει.
Από την τσάντα της Θάλειας ακουγόταν ο ήχος του.
Με χέρια που έτρεμαν το άνοιξε και είδε ότι την καλούσε η
αδερφή της.
-Μη μιλάς κι άκου. Την άκουσε να λέει.
Μόλις έφυγα από το σπίτι με το αυτοκίνητο του Δημήτρη..
-ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΤΟΥ;
Ναι , θα σου τα πω όλα μετά.
Το δικό μου το έχω αφήσει εκεί που ξέρεις. Βγες προσεκτικά ,
πάρτο κι έλα στο σπίτι μας, στον Παράδεισο μας.
Να προσέχεις.
-Έτσι θα κάνω. Κι εσύ να προσέχεις.
-Θα τα πούμε σε λίγο. Σ αγαπώ.
Η Μυρτώ με χίλιες προφυλάξεις, έκανε ό,τι της είπε η αδερφή
της και σε λίγη ώρα ήταν στο σπίτι τους.
Το κρύο ήταν τσουχτερό. Άναψε το καλοριφέρ, τυλίχτηκε με μια
κουβέρτα και κάθισε στα σκοτεινά να την περιμένει.
Τι αυτοκίνητο είναι αυτό, τόση ώρα πίσω μου, είπε
μονολογώντας η Θάλεια.
Με έχουν τυφλώσει τα φώτα του έτσι όπως χτυπάνε στον
καθρέφτη, είπε κι άπλωσε το χέρι της για να τον στρίψει λίγο.
Για δευτερόλεπτα πήρε τα μάτια της από το δρόμο, ήταν όμως
αρκετά για να μη δει την μηχανή που ερχόταν καταπάνω της.
Έκοψε το τιμόνι απότομα αλλά δεν απέφυγε τη σύγκρουση.
Ωχ, τη χτύπησα.
Ήταν τα τελευταία της λόγια.
Ένα χέρι της χάιδεψε τα μαλλιά.
-Γύρισες;
-Θάλεια εγώ είμαι , ο Γιάννης, έλα σήκω, πρέπει να πάμε στο
σπίτι της αδερφής σου.
-Γιάννη; Τι θέλεις
εσύ εδώ; Γιατί να πάμε στης αδερφής μου; Είπε καθώς σηκωνόταν.
Η Μυρτώ είχε ένα ατύχημα πριν από λίγο, πρέπει να έρθεις
μαζί μου.
Δεν άκουσε τίποτε άλλο. Όλα γύρω της έγινα μαύρα και
σωριάστηκε κατά γης.
Από μακριά παρακολούθησε τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Αισθανόταν υπεύθυνη για το χαμό της αδερφής της.
Τώρα έπρεπε να εξαφανιστεί μέχρι να γεννηθεί το παιδί ,
σκέφτηκε κι έφερε το χέρι στην κοιλιά της.
Μετά θα αποφάσιζε αν θα το αποκάλυπτε στον πατέρα του.
Από δω και πέρα θα ζούσε σαν Θάλεια, η Μυρτώ είχε πεθάνει.
Σαν να μουν άλλος κι όχι εγώ μες τη ζωή πορεύτηκα.
Ελπίζω να στάθηκα αντάξια της υπόλοιπης παρέας. Ήταν μια πολύ ευχάριστη εμπειρία.
Καλή μεγάλη εβδομάδα σε όλους σας.
Συλλογικό διήγημα - Η σοφίτα ¨ Η ώρα της αλήθειας.
Ιανουάριος 1984, η μυστική συνάντηση του Δημήτρη Αναγνώστου και της στενής του φίλης Ωραιοζήλης ή Ρόζας, μητέρα της Τούλας και της Κατερίνας.
Η Ρόζα άκουγε και κοιτούσε συγκολισμένη τον Αναγνώστου, δεν πίστευε στ αυτιά της όλα αυτά που άκουγε από το στόμα του φίλου της.
Χρειάστηκαν ώρες ώσπου να μπορέσει να της εκμυστηρευτεί τις αμαρτίες του.
Έπεσε από τα σύννεφα όταν άκουσε ότι μετέφερε ναρκωτικά για λογαριασμό κάποιων!
Τι σημασία είχε αν χρειαζόταν τα λεφτά για τις θεραπείες της γυναίκας του, που τελικά δεν έσωσε, η πράξη του ήταν αισχρή!
Έμπλεξε κι ένα ακόμη άτομο στην υπόθεση αυτή , που δεν ήταν άλλος από τον μέλλοντα γαμπρό της, το Γιώργο Αγγέλου.
Δεν μπορούσε μόνος του να επικοινωνεί με τους εμπόρους, χρειαζόταν και κάποιον στο ανάλογο πόστο.
Όταν φυλακίστηκε ο Γιώργος, στην Ιταλία, φρόντισε με τους καλυτερους δικηγόρους να τον απαλλάξει από τις κατηγορίες,δίνοντας τα ονόματα των εμπόρων.
Η περιπέτεια του όμως αυτή του στοίχισε τόσο πολύ του Γιώργου, που δεν ήθελε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα, ντρεπόταν και μόνο με τη σκέψη πώς θα αντίκριζε την Κατερίνα και την νεογέννητη κόρη του.
Ευάλωτος όπως ήταν , το είχε ρίξει στο ποτό. Το ατύχημα ήταν η σταγόνα που ξεχίλησε το ποτήρι .
Βαρειά τραυματισμένος από τους δυο ληστές, ήταν σε ένα νοσοκομείο της Ιαπωνίας εδώ και καιρό.
Κανένας δεν έμαθε τίποτα , αφού δεν είχε κανέναν στον κόσμο.
-Κι ούτε πρέπει να μάθει κανείς ποτέ τίποτα, είπε η Ρόζα.
Θα στείλεις ένα γράμμα που θα λέει ότι χάθηκε σε μια θαλασσοταραχή και δεν βρήκατε ούτε το πτωμα του.
Αν συνέλθει , να του πεις να εξαφανιστεί και να μην τολμίσει να ενοχλήσει καμία από τις κόρες μου.
Δεν ξέρω αν σου έχει πει , αφού ήσασταν κολλητοί, ότι είχε παράλληλη σχέση και με τις δυο.
Δυστυχώς ή ευτυχώς , μόνο η Κατερίνα γέννησε ένα υγιέστατο κοριτσάκι, η Τούλα το έχασε.
Άλλη φορά θα σου πω πώς και γιατί, τώρα προέχει η ηρεμία της Κατερίνας και της μκρής Σοφίας.
"Αν είχες μιλήσει τότε πατέρα.....αν!!!!!!"
Η Γιώτα κρατούσε στα χέρια της τα γράμματα που βρήκε στο συρτάρι του γραφείου του.
Αποστολείς , Δήμητρα Μιχαήλ, η δική της Τούλα, Ωραιοζήλη-Ρόζα Μιχαήλ, η αυστηρή μητέρα
των κοριτσιών και ξανά Δήμητρα Μιχαήλ, τέλος ένα ακόμη από τον Γιώργο Αγγέλου λίγα χρόνια μετά.
Παραλήπτης σε όλα ο πατέρας της, Δημητρός Αναγμώστου, καπετάνιος του ποωτοπόρου εμπορικού ναυτικού, πλοίαρχος του πλοίου EVIQUEEN το χρόνο που γεννήθηκε η μικρή Σοφία.
Κύριε Αναγνώστου,
είμαι η Δήμητρα η φίλη της κόρης σας της Γιώτας.
Όπως ίσως θα ξέρετε, ο Γιώργος Αγγέλου, ο ασυρματιστής του πλοίου σας, έχει δεσμό με την αδελφή μου την Κατερίνα.
Έχει να δώσει σημεία ζωής εδώ και πολύ καιρό και ανησυχούμε.
Θάθελα να σας ζητήσω μια χάρη, ενημερώστε τον ότι έγινε πατέρας, έχει μια όμορφη κόρη.
Πρέπει να έρθει και να αναλάβει τις ευθύνες του.
Όσο για το άλλο θέμα, ξέρει αυτός, δεν υπάρχει πια.
Σας χαιρετώ και σας ευχαριστώ πολύ!!!!
Δήμητρα Μιχαήλ
Αγαπητέ Δημητρό,
έμαθα ότι η κόρη μου η Τούλα , σου έστειλε ένα γράμμα για να ενημερώσεις τον Γιώργο για την γέννηση της δικής του κόρης.
Μην ξεχνάς την κουβέντα που είχαμε οι δυο μας στο γραφείο σου.
Έχει ΠΕΘΑΝΕΙ, κατάλαβες;
Θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα η εμφάνιση του.
Η Τούλα, αν και δεν ήθελε το δικό της μωρό στην αρχή, ξανακύλησε κι έχει πάθει κατάθλιψη μετά το ατύχημα της.
Καλύτερα λοιπόν για το καλό και των τριών τους, να παραμείνει πεθαμένος.
Σε χαιρετώ
Ωραιοζήλη Μιχαήλ
Κύριε Αναγώστου,
δεν μπορώ να τπ πιστέψω, ούτε και η Κατερίνα μας, που βρήσκεται σε απελπιστική κατάσταση.
Ήταν πολύ άδικο να χαθεί έτσι ξαφνιά ο Γιώργος.
Τώρα πρέπει να μεγαλώσουμε με πολύ περισσότερη αγάπη τη μικρή μας Σοφία.
Η Κατερίνα θέλησε να της δώσει το όνομα της μητέρας του σαν τελευταίο δώρο στη μνήμη του.
Σας χαιρετώ
Δήμητρα Μιχαήλ
Αγαπητέ Δημήτρη,
επιτέλους βγήκα από το νοσοκομείο και είμαι αρκετά καλά για να ταξιδέψω.
Επειδή δεν θέλω να χαθούμε, είσαι ο μόνος που μου φέρνει νέα από την αγαπημένη μου Κατερίνα και την αγαπημένη μου κόρη, σου γράφω για να σου πω πού θα πάω.
Έχω έναν ξάδελφο στην Αυστραλία και του έγραψα πριν λίγο καιρό , μάλιστα είμαστε συνονόματοι, δυο αδελφών παιδιά.
Μπορεί να με φιλοξενίσει για λίγο καιρό και να με βοηθήσει να βρω δουλειά, πριν επιστρέψει για πάντα στην Ελλάδα.
Εδώ είχα σκοπό να έρθω με την Κατερίνα και την κόρη μου, αν δεν συνεβαιναν όλα αυτά που με βρήκαν.
Εύχομαι κάποια στιγμή να βρω το θάρρος να πω την αλήθεια στις αγαπημένες μου, πριν να είναι αργά!!
Περιμένω νέα τους κι αν μπορέσεις και μια φωτογταφία της κόρης μου.
Ο φίλος σου
Γιώργος Αγγέλου
-Πάμε Ορέστη, πάμε σε παρακαλώ στο σπίτι της Τούλας, είμαι σίγουρη ότι κάτι θα βρούμε εκεί.
Κρατώντας σφικτά στα χέρια της τα γράμματα που έπεσαν από τη Γιώτα στο αυτοκίνητο, η Σόφη βιαζόταν να φτάσει μια ώρα πιο γρήγορα στο σπίτι της Τούλας.
Δεν ήθελε να τα διαβάσει τώρα, ηταν πολύ αναστατομένη, ας πήγαιναν και μετά.
-Τόσα χρόνια μόνη της η θεία, χωρίς συγγενείς χωρίς φίλους, δε μπορεί κάπου θα έπρεπε να λέει τον πόνο της.
-Ίσως να είχε γράψει κάποια γράμματα, ίσως να κρατούσε ημερολόγιο.
Θα ψάξουμε παντού, σε καθε πιθανό κι απίθανο σημείο.
-Δεν αντέχω άλλο Ορέστη, ψάχνουμε τόσες ώρες και δεν βρήκαμε τίποτα!!!
Στο μόνο μέρος που δεν ψάξαμε είναι το εικονοστάσι!!
-Τί είπες τώρα Σόφη μου; Εκεί έρεπε να ψάξουμε πρώτα πρώτα, είναι η πιο κατάλληλη κρυψώνα για ημερολόγιο και κρυφά μυστικά!!!!
Φέρε γρήγορα τη σκάλα.
Δεν σου είπα εγώ; Νάτο, ένα μικρό ημερολόγιο.
-Άσε με να δω τί γράφει μέσα, Ορέστη!!!!!!
................................................................................................
.........................δεν έχω άλλα περιθώτια.
Δεν γίνεται να μείνω άλλο κλεισμένη στη σοφίτα που με έκλεισε " ο δεσμοφύλακας" η μάνα μας, πρέπει να φύγω, να πάω να βρω τον Γιώργο.
Είπες ότι θα μεγαλώσεις το παιδί μου, αλλά το είπες πριν καταλάβεις ότι είσαι κι εσύ έγκυος.
Όπου νάναι θα έρθει ο Γιώργος και θα παντρευτήτε κι εγώ , εγώ τί θα απογίνω;
Εγώ θα είμαι ο περίγελος του χωριού,με παιδί χωρίς πατέρα
Σου είπα ψέματα ότι το παιδί είναι δικό του, δεν συνέβει ποτέ τίποτα μεταξύ μας, όσο κι αν το προσπάθησα.
Είναι καρπός μιας εφήμερης περιπέτειας , που δεν περίμενα να έχει τέτοια κατάληξη.
Πάντα εσύ ήσουν η τυχερή και η αγαπημένη όλων, δεν σου έλειπε τίποτα.
Θέλησα κι εγώ να πάρω λίγη από την ευτυχία σου.................
......................................................................................................................
.......................-Πού βρήσκομαι;
-Μην κουνιέσαι Τούλα , δεν κάνει να κουνιέσαι, είσαι στο νοσοκομείο.
-Γιατί , τί έγινε;
-Προσπάθησες να κατέβεις από τον φεγγίτη κι έπεσες στην αυλή, ευτυχώς πάνω στα χόρτα που είχε μαζεμένα ο πατέρας μας για τα ζώα.
Εσύ δεν έπαθες και πολλά, ένα κάταγμα μόνο στο μηρό, το μωρό όμως αναγκάστηκαν να σου το πάρουν οι γιατροί με καισαρική τομή, μήπως και το γλυτώσουν, αλλά δυστυχώς το μικρό μας αγγελούδι κατάλαβε ότι ήταν ανεπιθύμητο και προτίμησε να γυρίσει στον ουρανό με τα άλλα αγγελούδια.
Αυτά ήταν τα λόγια που ανταλλάξαμε Κατερίνα μετά την προσπάθεια μου να φύγω από τη φυλακή μου.
Αν και θεωρούσα το "μικρό κουτάβι" όπως το έλεγα , βάρος, όταν το έχασα κατάλαβα πόσο το αγαπούσα κι ας μην ήταν του Γιώργου.
Σαν μια σύγχρωνη Μήδεια, θυσίασα το παιδί μου για να σας πονέσω όλους.
Δεν ξέρω τί με πιάνει ώρες ώρες κι ενώ σ αγαπώ πολύ , θέλω να σου πάρω όλα αυτά που σε κάνουν ευτυχισμένη......................................................................................................
...................................................................................
Τώρα που γεννήθηκε η κόρη σου, η μκρή Σοφία, θα πάω να μείνω στο σπιτάκι της γιαγιάς μας στην άκρη του χωριού.
Θα τη βλέπω από μακριά και θα την αγαπάω.
Φοβάμαι μήπως κάνω και σε κείνη κανένα κακό με τη ζήλεια μου, όπως έκανα σε σένα.
Μακάρι να μην είχε χαθεί τόσο άδικα ο Γιώργος , θα είχατε κάνει μια ωραία οικογένεα.
..................................................................................................
.......................................................................................................
Ήμουν η 15η στη σειρά .
Προσπάθησα να ανταποκριθώ κι εγώ στη συλλογική συγγραφή της Σοφίτας.
Είδα σοφίτα και μπαούλα κι έτρεξα , αλλά δεν ήταν ότι πιο εύκολο για μένα.
Πολλές πληροφορίες , πολλά γεγονότα , πολλές σημειώσεις.
Ελπίζω να είναι ικανοποιητικό το αποτέλεσμα.
Επειδή δεν ήθελα να μείνει η Σόφη με το στίγμα της ψυχικής αρρώστιας της Τούλας, άλλαξα λίγο τα γεγονότα.
Εύχομαι η ,Ρούλα που θα συνεχίσει μετά από μένα , να αποφασίσει αν θα βρει η Σόφη τον πατέρα της ή όχι.
Μετά τη Ρούλα , η Μαρία Νικολάου θα γράψει το τέλος της ιστορίας , όπως έγραψε και την αρχή της.
Διαβάστε εδώ όλη την ιστορία τμηματικά!
Μαρία Νικολάου
Μαρία Π.
airis
Ανέσπερη
ΑΝΝΑ Flo
des tzav
Mary Pertax
me [maria]
Katia Markouizou
Ελεν Β
Maria Kanellaki
BUTTERFLY
Katerina Verigka
Funky Monkey
Ρένα Χριστοδούλου
Σμαραγδένια
Μαρία Νικολάου
Έφτασε το τρένο που θα με φέρει κοντά σου , καλέ μου!!!!
Άνοιξη έφυγες εσύ , την Άνοιξη διάλεξα κι εγώ για να σε συναντήσω.
Τα τρένα πολλές φορές μας χώρισαν, σκορπώντας τις ζωές μας στους πέντε ανέμους.
Τη φορά αυτή όμως θα ανέβω κι εγώ και θα είμαστε για πάντα μαζί .
Κουβαλάω στη βαλίτσα μου όλες μας τις αναμνήσεις, γιατί έχουμε να πούμε και να θυμηθούμε πολλά!!
Περίμενε με στο τέρμα!!!!!
Μη ξεχάσεις να κρατάς τα αγαπημένα μου λουλούδια!!
Σ αγαπώ!!!
Αυτή είναι η ιστορία μου για την φωτογραφία που επέλεξε για μένα η Δέσποινα
στο δρώμενο της Μαρίας που εξελίσσεται με μεγάλη επιτυχία!
Μόλις την είδα σκέφτηκα πολλά σενάρια και κατέληξα σε ένα κωμικό για να διασκεδάσουμε.
( θα το αναρτήσω αργότερα )
Αλλά δυστυχώς τα πρόσφατα γεγονότα θέλησαν αυτή η φωτογραφία να γίνει αφορμή για ένα αφιέρωμα στη μητέρα μου ή μάλλον στους γονείς μου, που χάρη στην ίδια οικονομική κατάσταση που επικρατούσε και τότε πριν 60 χρόνια, κάποια τρένα είχαν πάρει τον έναν μακριά από τον άλλον!!
Τώρα , όπως καταλάβατε, πάει να τον συναντήσει ψηλά στους ουρανούς!
-Μπαμπά ελπίζω να θυμάσαι ποια ήταν τα αγαπημένα της λουλούδια, γιατί δεν σε σώζει κανένα τρένο !!!!!
Λυπάμαι , αλλά δεν μπορώ να σε βοηθήσω, γιατί δεν μου το είχε πει ποτέ!!
Αν βρεις τα σκούρα , αφιέρωσε της το αγαπημένο της τραγούδι!!!!!
Αυτό το ξέρω καλά, μ αυτό μεγάλωσα!!!!
https://www.youtube.com/watch?v=iJI-HamuntI
Α, κι αυτό.
Δεν λέει για τρένα, αλλά το αγαπούσε πολύ , το ίδιο κι εγώ .
https://www.youtube.com/watch?v=OfbHLe5Ecgg
Πέρασαν κιόλας 40 και μέρες και δεν ήσουν εδώ να μου πεις αν τα έβρασα καλά, αν έβαλα τη σωστή ζάχαρη, αν καβούρντισα αρκετά το σουσάμι και το αλεύρι, αν έβαλα αρκετά καρύδια.
Δεν ήσουν εδώ να δεις ότι τα έκανα μόνη μου αυτή τη φορά χωρίς τη δική σου επίβλεψη, βλέποντας τη συνταγή στο ίντερνετ που τόσο αμφισβητούσες .
Έκανα και μια αλλαγή.
Αντικατέστησα το καβουρδισμένο αλεύρι με τριμμένο στραγάλι.
Είμαι σίγουρη ότι δεν το γνώριζες αυτό και δύσκολα θα σε έπειθα να το δοκιμάσεις .
Δεν ήσουν εδώ κι εγώ έκανα για πρώτη φορά κόλλυβα μαμά.
Κόλλυβα για σένα, για τις σαράντα μέρες και δεν πιστεύω ακόμα ότι δεν είσαι πια εδώ .
Από βραδύς έβρεξε και δεν ήσουν εδώ να μου πεις το πρωί που ξεκίνησα για την εκκλησία και είχε ψύχρα, να βάλω κάλτσες και ζακέτα κι εγώ να σου πω ότι πέρασα τα 60 κι εσύ ακόμα μου λες πώς να ντυθώ.
Δεν ήσουν εδώ να δεις ότι τα φόρεσα.
Και κάλτσες και ζακέτα κι ας έσκασα μετά.
Μαμά μου λείπεις.
Κάθε πρωί που κατεβαίνω στο σπίτι σου για να ανοίξω τα παράθυρα και να ανάψω το καντηλάκι σου.
Κάθε μεσημέρι που ετοιμάζομαι να μαγειρέψω και σκέφτομαι τι φαγητό να κάνω που να μπορείς να το φας κι εσύ.
Κάθε απόγευμα που είμαι ελεύθερη πια να πάω μια βόλτα και νομίζω ότι με χρειάζεσαι.
Κάθε βράδυ όταν ακούω το Γιάννη να κλειδώνει την πόρτα και θέλω να του φωνάξω να περιμένει να κατέβω για άλλη μια φορά να δω αν είσαι καλά.
Μαμά μου λείπεις.
Θυμάσαι ποιον πίνακα σου είχα δείξει ότι θα πάω στην έκθεση του συλλόγου;
Άλλαξα γνώμη.
Έστειλα αυτόν και τον συνόδεψα με το τραγούδι, Είμαι αϊτός χωρίς φτερά, γιατί αυτό ήταν το θέμα της έκθεσης.
Έργα αφιερωμένα στους μεγάλους Έλληνες μουσικούς, Μάνο Χατζηδάκι και Μίκη Θεοδωράκη.
Αν και μέχρι τελευταία στιγμή έλεγα να μην πάρω μέρος, αποφάσισα να στείλω αυτόν και να σου τον αφιερώσω, γιατί σου άρεσε το συγκεκριμένο τραγούδι.
Έτσι θεωρούσες τον εαυτό σου.
Αετό χωρίς φτερά .
Ήσουν αετός μαμά αλλά με φτερά μεγάλα και δυνατά και δεν το καταλάβαινες.
Κατάφερες πράγματα που δεν καταφέρνουν άνδρες.
Πάλεψες πολύ στη ζωή σου αλλά το τέλος σου ήταν ειρηνικό , κοντά σε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα.
Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών , ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά .
Θυμάμαι την τελευταία εβδομάδα που κοιμόμουν μαζί σου στο κρεβάτι.
Έψαχνες με το χέρι σου το βράδυ να πιάσεις το δικό μου κι εγώ σου έλεγα, μη φοβάσαι εδώ είμαι εγώ, δεν σ αφήνω.
Σ ευχαριστώ γι'αυτά που μου έμαθες μαμά.
Να πιστεύω ότι ο Θεός κανέναν δεν αφήνει.
Να αγωνίζομαι και να μη το βάζω κάτω.
Να μην αφήνω για αύριο αυτό που μπορώ να κάνω σήμερα.
Να περπατάω με το κεφάλι ψηλά .
Να είμαι φιλόξενη και να μοιράζομαι και το φαΐ μου ακόμα.
Χωρίς να ξέρεις γράμματα, μου δίδαξες πολλά, με τον τρόπο σου.
Κράτησα βέβαια όλα όσα ήθελα, γιατί σε πολλά δεν συμφωνούσαμε άλλωστε.
Έχω ξεχάσει όσα με στεναχώρησαν μαμά.
Θυμάμαι μόνο τα καλά.
Εσύ έκανες το χρέος σου μαμά, όπως πίστευες καλύτερα, τώρα είναι η σειρά μας.
Αναπαύου εν ειρήνη .
Μη κλαίς αγαπημένη μου, σε ένα χρόνο θα είμαι πίσω ό,τι κι αν γίνει .
_ Βουβό κλάμα .
_ Το ξέρεις οτι προσπάθησα πολύ να βρω δουλειά για να μπορέσουμε να στήσουμε το σπιτικό μας, αλλα στάθηκε αδύνατο να βρω κάτι άλλο εκτός από πακετάς.
Πακετάς με 3 πτυχία δε λέει.
Θα μιλάμε συνέχεια στο Skype .
_ κούνημα του κεφαλιού και βουβό κλάμα.
_Α! Ένα μπαλόνι!
Θα ξέφυγε από κανένα παιδάκι.
Ας το κρατήσουμε μήπως έρθει να το ψάξει.
_ Γελάς; αγαπημένη μου γελάς;
Το μπαλόνι σε έκανε να γελάσεις ή κάτι άλλο:
_Το μπαλόνι μου θύμισε μια ιστορία και το θεώρησα σημαδιακό .
Αν θέλεις να σου την πω.
Αφορά τον παππού μου και τη γιαγιά μου λίγο πριν παντρευτούν, δλδ πριν 60 και κάτι χρόνια.
_ Είμαι όλος αυτιά για να ακούσω τί ήταν αυτό που σε έκανε να γελάσεις .
_Όπως τώρα έτσι και τότε ο κόσμος έψαχνε για δουλειά άδικα στην πατρίδα του.
Έπαιρναν λοιπόν τον δρόμο για την ξενιτιά χωρίς γνώσεις, χωρίς ξένη γλώσσα, χωρίς καν να ξέρουν πού θα τους πάνε.
Όπως τώρα έτσι και τότε η Ελλάδα έδιωχνε τα νιάτα , έτρωγε τα παιδιά της , όπως λέμε.
Τότε το εργατικό δυναμικό και τώρα τους επιστήμονες.
Ανάμεσα στους πολλούς ήταν κι ο παππούς μου, παλικαράκι τότε, που αποφάσισε να φύγει για μια καλύτερη ζωή.
Η γιαγιά μου, νέα κοπέλα κι αυτή, φοβόταν ότι θα τον έχανε για πάντα, αφού ο τρόπος επικοινωνίας ήταν μόνο η αλληλογραφία κι αυτή λιγοστή κι επικίνδυνη, αφού οι γονείς της δεν γνώριζαν για τον πλατωνικό έρωτα τους .
Ο αγαπημένος της , της έδωσε υπόσχεση ότι σε ένα χρόνο ακριβώς θα την συναντούσε στο ίδιο σημείο, στο γνωστό τους παγκάκι.
Θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να βρίσκεται εδώ, αρκεί να τον περίμενε κι αυτή!!!
Ο φόβος του ήταν μήπως θελήσουν να την παντρέψουν οι γονείς της.
_ Έφυγε λοιπόν και μετρούσε τις μέρες η γιαγιά μου κι έτρεμε το φυλλοκάρδι της μη τυχόν και περάσει την πόρτα του σπιτιού τους η κυρά Ολυμπία, η προξενήτρα του χωριού.
Όπου πήγαινε η κυρά Ολυμπία ή κυρά Κυκλωπία, όπως αλλιώς την έλεγε , γιατί έβλεπε μόνο από το ένα μάτι, δεν έφευγε αν δεν πάντρευε αυτούς που είχε αποφασίσει ότι ταιριάζουν μεταξύ τους!!!
Οι μέρες και οι εβδομάδες πέρασαν, πλησίαζε να συμπληρωθεί ο χρόνος, είχε μάθει κι από τα νέα που κυκλοφορούσαν στα χωριά ότι είχε βρει δουλειά ο Δημητρός της και ήλπιζε ότι τελείωναν τα βάσανα της όπου να ναι!!
Έλα όμως που είχε άλλα σχέδια η κυρά Κυκλωπία, μπαρντόν , η κυρά Ολυμπία ήθελα να πω.
Αφού πάντρεψε τις φιλενάδες της, αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα της κι ένα πρωί κατέφθασε στο σπίτι τους με την ελπίδα να την παντρέψει κι αυτή.
Οι γονείς της δέχτηκαν να δουν τον γαμπρό που είχε καλές συστάσεις και καλή δουλειά κι ορίστηκε η μέρα της συνάντησης την ημέρα που συμπληρωνόταν ο χρόνος!!!!
Την ημέρα του ραντεβού τους δλδ!!!
Η απελπισία της ήταν μεγάλη όπως καταλαβαίνεις, αλλά δεν μπορούσε να φέρει καμία αντίρρηση.
Μια εβδομάδα πιο μπροστά βοήθησε την μάνα της στις δουλειές για την προετοιμασία του σπιτιού και των γλυκών, αλλά από μέσα της προσεύχονταν να γίνει κάτι και να μη δεχτούν οι γονείς της!!
Έτσι κι έγινε.
Ήρθε ο γαμπρός με την κυρά Κυκλωπία κι αφού έκαναν τα δέοντα με τα κεράσματα, ρώτησε ο πατέρας της για τη δουλειά του γαμπρού και τον τόπο του.
Αυτό το είχε παραλήψει σκόπιμα η προξενήτρα!!!
Ο γαμπρός έμενε στην Αμερική και ήρθε για να πάρει κοπέλα από τα μέρη τους.
Ήλπιζε η κυρά Ολυμπία ότι θα τους θάμπωνε με τα πλούτη του και θα έδιναν τα χέρια, για να πάρει κι αυτή το μπαξίσι της.
Ευτυχώς όμως που ο πατέρας της δεν ήθελε να αποχωριστεί την μονάκριβη του κι αφού ευχαρίστησε και τον γαμπρό και την κυρά Κυκλωπία, τους ξεπροβόδισε με το καλό , για να μην πέσουν και στην δυσμένεια της.
Μέχρι να μπει μέσα πάλι ο πατέρας της, η γιαγιά μου είχε πετάξει τα καλά της παπούτσια, είχε βάλει τα παλιά κι αφού βγήκε κρυφά από την πίσω πόρτα, έτρεχε να πάει στο πολυπόθητο ραντεβού!
Ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει και οι σκιές από τα δέντρα δημιουργούσαν ένα παράξενο σκηνικό!!
Το παγκάκι τους άδειο!!!
Ήρθε και δεν την βρήκε, δεν ήρθε:
Κάθισε αποκαμωμένη κι απελπισμένη στο παγκάκι, μαζεύτηκε ένα κουβάρι κι όπως ήταν άυπνη τόσες μέρες από την αγωνία, την πήρε ο ύπνος!!!!!
Όταν άνοιξε τα μάτια της το πρώτο πράγμα που είδε μπροστά της , ήταν τρία κόκκινα μπαλόνια!
Το σύνθημα τους!
Το θυμήθηκε αμέσως!!
Το ένα σήμαινε, ΗΡΘΑ!
Το άλλο, ΒΡΗΚΑ ΔΟΥΛΕΙΑ!!
Και το τρίτο ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΠΑΝΤΡΕΥΟΜΑΣΤΕ!!!!!
Δυο χέρια την έσφιξαν ξαφνικά και ο ήλιος έλαμψε ξανά!!!!!
Περιττό να σου πω ότι πήγαν χέρι χέρι στους γονείς της, χωρίς φόβο να μη τους δει κανείς πια κι αφού τη ζήτησε από τον αποσβολωμένο πατέρα της, όρισαν και την ημερομηνία του γάμου τους!!!
Αν και θα έφευγε κι αυτή μαζί του, δέχτηκαν οι γονείς της γιατί σκέφτηκαν ότι η Ευρώπη είναι πιο κοντά από την Αμερική που ήθελε ένα μήνα με το καράβι για να φτάσεις!!!!
_Όπως καταλαβαίνεις, θεώρησα καλό οιωνό το κόκκινο μπαλόνι γιαυτό και γέλασα!!!
Λυπάμαι που σε στεναχώρησα με τα κλάματα μου, εμείς τουλάχιστον θα μιλάμε κάθε μέρα μέσω Skype.
Να πας με το καλό κι εύχομαι να πάνε όλα καλά και να έχουμε κι εμείς την ίδια πορεία με τους παππούδες μου.
Πάμε τώρα να τους χαιρετίσεις και να τους πούμε για το κόκκινο μπαλόνι που βρήκαμε στο πάρκο!!
_Σε ένα χρόνο λοιπόν αγαπημένη μου, ραντεβού στο παγκάκι μας με τρία κόκκινα μπαλόνια!!!!
_Δεν πιστεύω να ζει ακόμα η κυρά Κυκλωπία:
Να κοιμάμαι ήσυχος:
Με την ιστορία αυτή συμμετέχω κι εγώ στη
Φωτογραφική σκυτάλη # 2 που διοργανώνει η Mary Pertax από τη " Γήινη Ματιά " .
Τη δική μου σκυτάλη την παρέλαβα από την Μαριάννα,
Ονειρόκοσμος, με μια φωτογραφία που μου θύμισε μια παρόμοια ιστορία που είχα ακούσει κάποτε κι επειδή το ζήτημα της μετανάστευσης των νέων μας πονάει πολύ, σκέφτηκα να σας την πω!!!!!
Λίγο ακόμα και θα φτάσει την καρέκλα που έβαλε εχθές το βράδυ κάτω από το παράθυρό της.
Μα πού είναι, αναρωτήθηκε ψάχνοντας με τις άκρες των δαχτύλων των ποδιών της.
Από αυτό το παράθυρο έχει πηδήξει πολλές φορές χωρίς καρέκλα, τώρα τί έπαθε και φοβάται;
Διστάζει γιατί ένα στραβοπάτημα θα σημαίνει την στέρηση της ελευθερίας της για πάντα.
Δυο ζευγάρια μάτια παρακολουθούν τις κινήσεις της.
Επιτέλους ακούμπησε στην καρέκλα και κατέβηκε.
Κάθησε χαμηλά και περίμενε.
Καταλάβαινε ότι πλησιάζουν από τις ανάσες τους.
Δυο υγρές μύτες την ακούμπησαν τρυφερά.
Έβαλε το χέρι στην τσέπη και τους έδωσε από μια λιχουδιά.
Ύστερα πήρε το βαλιτσάκι της και ξεκίνησε για την αυλόπορτα.
Τα αγαπημένα της σκυλιά την ακολούθησαν αθόρυβα κουνώντας την ουρά τους όπως τους είχε μάθει καιρό τώρα.
Άνοιξε σιγά σιγά και τους είπε ψιθυριστά πως θα πάει να τους φέρει κι άλλες λιχουδιές.
Αυτά κούνησαν τις ουρές τους και κάθισαν στα πίσω πόδια.
Θα την περίμεναν υπάκουα μέχρι να γυρίσει.
Έτσι τους είχε μάθει για να την βοηθήσουν άθελά τους στο φευγιό της.
Άνοιξε το βήμα της και κατηφόρισε από τον χωματόδρομο για να κόψει δρόμο.
Το σκοτάδι ήταν πικνό αλλά ήξερε τον δρόμο καλά. Εξάλλου είχε φροντίσει να απομακρύνει από μέρες όσα εμπόδια πιθανόν να την έκαναν να σκοντάψει και να πέσει.
Ο κόμπος στον λαιμό της δεν έλεγε να φύγει.
Διέκρινε ενα μαύρο όγκο στο σκοτάδι, ήλπιζε να ήταν αυτός.
Μια δέσμη φωτός διέσχισε το σκοτάδι.
Ναι αυτός ήταν.
Της έκανε σινιάλο με τα φώτα.
Έτρεξε γρήγορα κι άνοιξε την πόρτα.
Πέταξε το βαλιτσάκι της στο πισω κάθισμα και έπεσε με ανακούφιση στο μπροστινό.
_ Έτοιμη ξάδερφε φύγαμε.
_Πάμε πάμε, γιατί έτσι και μας ανακαλύψουν, χαθήκαμε. Πάει χαμένο το σχέδιο μας.
Ο καπετάνιος μας περιμένει.
Ηρέμησε κι άφησε μου το χέρι για να μπορέσω να οδηγήσω.
Από την ημέρα που της ανακοίνωσαν τα αδέρφια της οτι ήρθε η ώρα της αποκατάστασης της, αναστατώθηκε η ζωή της.
Περίμενε ότι θα γινόταν κάποια στιγμή, αλλά όχι τόσο νωρίς και σίγουρα όχι με αυτόν τον μεγάλο άνδρα που τον διάλεξαν τα αδέρφια της γιατί σκόπευαν να συνεταιριστούν μαζί του.
Τα όνειρα της ήταν αλλα.
Να γίνει δασκάλα να παντρευτεί αυτόν που θα αγαπούσε και να έκαναν πολλά παιδιά.
Αποφάσισε λοιπόν να το σκάσει και ζήτησε τη βοήθεια του αγαπημένου της ξαδέρφου .
Ούτε κι αυτός συμφωνούσε με αυτόν τον γάμο γι'αυτό και δέχτηκε να την βοηθήσει.
_Φτάσαμε Αρετούλα.
Πάρε το βαλιτσάκι σου και πάμε.
Η φωνή του την επανέφερε στην πραγματικότητα.
Δεν μπορούσε να μιλήσει από την αγωνία. Η γλώσσα της ειχε κολλήσει στο στόμα της.
Νόμιζε ότι παρακολουθούσε μια εκπομπή στην τηλεόραση, ότι όλα αυτά δεν αφορούσαν την ίδια.
Άραγε έκανε καλά που έφευγε;
Τί μέλλον την περίμενε σε ένα ξένο τόπο;
Άρπαξε με θάρρος το βαλιτσάκι της και πήδηξε από το αυτοκίνητο.
Δεν ήταν καιρός για σκέψεις και πισωγυρίσματα.
Έκανε το σταυρό της και προχώρησε προς το καΐκι.
Πριν ανέβει, σταμάτησε και αγκάλιασε τον ξάδερφο της, ευχαριστώντας τον για όλα όσα έκανε γι'αυτή.
Ήξερε ότι τον περίμεναν κι αυτόν δύσκολες ώρες καθώς θα ήταν ο πρώτος που θα ανέκριναν τα αδέρφια της.
Τον φίλησε σταυρωτά κι ανέβηκε στο καΐκι.
_ Σε ένα μήνα θα έρθω να σε βρω Αρετούλα, της υποσχέθηκε.
Μη φοβάσαι είσαι σε καλά χέρια.
_Έλα από δω κόρη μου, της είπε ο καπετάνιος.
Πρέπει να σε κρύψω. Θα σαλπάρουμε για Πειραιά σε δύο μέρες για να τους ρίξω στάχτη στα μάτια.
Αν φύγουμε τώρα θα καταλάβουν ότι είσαι μαζί μου και θα μας κυνηγήσουν.
Το πρωί που θα καταλάβουν οτι λείπεις, η πρώτη τους δουλειά θα είναι να κατέβουν στο λιμάνι και να ψάξουν όλα τα καΐκια.
_Και δεν θα με βρουν καπετάν Βασίλη αν ανέβουν και σ αυτό;
_ Δεν θα σε βρουν όσο κι αν ψάξουν.
Πριν από χρόνια έφτιαξα μόνος μου αυτή την κρύπτη και δεν το είπα ποτέ σε κανένα.
Σαν παλικάρι κι εγώ αγάπησα μια κοπέλα, μ αγάπησε κι αυτή θαρρώ, αλλά οι δικοί της δεν ήθελαν να πάρει ναυτικό.
Ετοίμασα κι εγώ την κρύπτη για να την φυγαδεύσω.
Θα πηγαίναμε για λίγες μέρες σ ένα άλλο νησί κι όταν θα γυρνούσαμε θα μας πάντρευαν αναγκαστικά.
Την περίμενα την συγκεκριμένη νύχτα και την επόμενη και όλες τις επόμενες νύχτες, για ένα μήνα συνέχεια.
Δεν ήρθε ποτέ. Θα συνέχιζα να περιμένω, αλλά έμαθα οτι οι δικοί της ετοίμαζαν το σπίτι για γάμο και κατάλαβα.
Δεν είχα πια καμιά ελπίδα.
_ Γιατί δεν ήρθε;
_Δεν ξέρω κόρη μου, ποτέ δεν θέλησα να μάθω αν αλλαξε γνώμη ή αν προσπάθησε να έρθει και την σταμάτησαν.
_Εσύ δεν έκανες οικογένεια καπετάν Βασίλη;
_Όχι κόρη μου, μια φορά αγαπάει κάποιος.
Παρακολουθούσα τη ζωή της από μακριά και χαιρόμουν που έβλεπα ότι περνούσε καλά με τον άνδρα της και με τα παιδιά που απόκτησαν.
Τα αγάπησα κι αυτά σαν δικά μου, γιατί ήταν κομμάτι δικό της.
Έλα τωρα να σε κρύψω γιατί οπου να'ναι ξημερώνει, θα ανακαλύψουν το φευγιό σου και θα έχουμε πανηγύρια.
Έχει από όλα μέσα στην κρύπτη, νερό και φαγητό και στρώμα για να ξαπλώσεις. Σου έφερα και μερικά βιβλία για να περάσει ευχάριστα η ώρα σου.
Όταν φύγουν θα έρθω να ανοίξω να πάρεις αέρα και πάλι να κρυφτείς όμως.
Όταν θα σαλπάρουμε κι απομακρυνθούμε από το νησί, τότε θα βγεις άφοβα.
_Ευχαριστώ πολύ καπετάν Βασίλη.
Σε εμπιστεύομαι σαν να ήσουν ο πατέρας μου.
Αν ζούσαν οι γονείς δεν θα αναγκαζόμουν να το σκάσω.
Δεν θα με πάντρευαν ποτέ χωρίς τη θέληση μου.
_Κλειδώνω τώρα.
Ηρέμησε και ξάπλωσε.
Ο ήλιος στέλνει τις πρώτες του ακτίνες κι ο καπετάνιος καπνίζει σκεφτικός στο κατάστρωμα, περιμένει και μονολογεί.
_Αχ Κατερίνα μου, ποιος θα το περίμενε ότι μετά από τόσα χρόνια θα έκρυβα την κόρη σου στην κρύπτη που ετοίμασα για σένα, για μας.
Εύχομαι να πάνε όλα καλά για το κοριτσάκι σου και σου ορκίζομαι ότι θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου να την πάω σε ασφαλές μέρος.
Και να είσαι σίγουρη οτι θα την βοηθήσω να γίνει δασκάλα όπως το ονειρεύεται.
Στο πρόσωπο της βλέπω εσένα, την πρώτη και μοναδική μου αγάπη.
Πέταξε το τσιγάρο του στη θάλασσα και κατέβηκε να ξαπλώσει λιγάκι.
Η μέρα που ξημέρωνε θα ήταν πολύ μεγάλη και δύσκολη.
Ευχαριστώ κι εγώ πολύ τη Μαρία που
διοργανώνει με μεγάλη επιτυχία αυτό το δρώμενο στο μπλογκοσπιτακι της το Χάρτινο καραβάκι..
Ο Alexander έσιαξε την τσάκιση στο παντελόνι του, άδειασε μονορούφι το ακριβό μπράντι .κι ακούμπησε προσεκτικά το κρυστάλλινο ποτήρι στο τραπεζάκι.
Μέχρι τώρα , όλα του ήρθαν βολικά και σήμερα ο Μέγας Δούκας θα του απένειμε ένα μετάλλιο ανδρείας.
Η δεξίωση στον πύργο του, ήταν προς τιμήν του.
-Το μπάνιο είναι έτοιμο, κύριε, ακούστηκε πίσω του η φωνή του μπάτλερ..
Ήρθε η ώρα να ετοιμαστεί και να δικαιώσει τον λαό του που τον ακολουθούσε πιστά.
Σε λίγο καιρό όλα θα ήταν δικά του.
Το οινοποιείο, τα χωράφια , ο πύργος.
Το σατανικό σχέδιο του μπήκε σε εφαρμογή και τίποτα και κανείς δεν θα μπορούσε πια να το σταματήσει.
Η Emilie έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη κι έσιαξε τη δαντέλα στο ντεκολτέ της.
Παρά την απλότητα του, ήταν ένα πανέμορφο φόρεμα που κολάκευε το καλλίγραμμο κορμί της..
Αποφάσισε να γυρίσει από τη Santa Barbara της Αμερικής, στη Σκωτία, για να αποκαταστήσει το όνομα της αγαπημένης της γιαγιάς, που είχε φύγει κρυφά από την πατρίδα της, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο.
Αν μάθαινε την αλήθεια πιο μπροστά, θα την έπαιρνε μαζί της και θα τη βοηθούσε να τα ξαναβρεί με τον αδερφό της, τον Μεγάλο Δούκα.
Γνωστή συγγραφέας στον τόπο της, πρότεινε στον εκδοτικό οίκο που συνεργαζόταν χρόνια, να γράψει ένα βιβλίο για τους πύργους και τα μυστήρια τους.
Με αυτή τη ιδιότητα βρισκόταν τώρα καλεσμένη στον πύργο.
-Μπορώ να έχω αυτό το χορό, δεσποινίς;
Γύρισε ξαφνιασμένη και βρέθηκε μπροστά σε δυο υπέροχα μάτια.
Δυο μάτια σαν φουρτουνιασμένες θάλασσες..
Αφέθηκε στα χέρια του κι ο Alexander την οδήγησε στο κέντρο της σάλας.
Είχε μαγευτεί από την αρρενωπή του φωνή κι από τον τρόπο που την κοιτούσε.
Μια φωνή όμως μέσα της ,της έλεγε να προσέχει αυτόν τον άνδρα με το θεληματικό πηγούνι και την ελιά που φαινόταν αμυδρά στο λαιμό του, εκεί που τελείωνε το κολάρο του πουκάμισου του.
Μετά από μια καταπληκτική βραδιά, να ‘τοι τώρα και οι δύο φορώντας άψογες στολές ιππασίας, καβάλα στα άλογα που πήραν από τους στάβλους του πύργου, κάλπαζαν στα απέραντα λιβάδια της Σκωτίας.
Άραγε η Emilie θα προλάβαινε να σταματήσει τα σχέδια του Alexander;
Άραγε ο Alexander θα άλλαζε τα σχέδια του όταν θα μάθαινε την αληθινή ταυτότητα της Emilie ;
ΓΚΟΛ ΓΚΟΛ!!!!!!!
Ο Αλέκος όρθιος ωρυόταν για το αποτέλεσμα της ομάδας του.
Με μια κίνηση άνοιξε το κουτάκι της μπύρας και την κατέβασε μονορούφι.
Πέταξε το άδειο κουτάκι προσπαθώντας να βάλει άλλο ένα αποτυχημένο καλάθι στον σκουπιδοτενεκέ που έχασκε ανοικτός κι άδειος.
Αυτό έσκασε με θόρυβο επάνω στο σωρό από κουτάκια που κείτονταν γύρω του την ώρα που ο Αλέκος έβγαζε ένα μακρόσυρτο ρέψιμο από το στόμα του.
Η Λίτσα έντρομη κοιτούσε μια τα γένια στο αξύριστο πρόσωπό του και μια την μισοπεσμένη φόρμα του.
Ήταν σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά.
Το βιβλίο της είχε πέσει στο πάτωμα και καθώς έσκυψε να το σηκώσει, έγινε αντιληπτή από τον σύντροφό της.
-Αμαλίτσα, έτσι την έλεγε όταν ήθελε να την καλοπιάσει και τώρα κάτι δεν του άρεσε στο βλέμμα της.
Τα μάτια της ήταν σαν φουρτουνιασμένες θάλασσες και περίμενε να ξεσπάσει φουρτούνα όπου νάναι,
-Αμαλίτσα μου, είδες , είδες τη φάση;
Είδες τι έκανε ο Μεγάλος, ο Άρχοντας,;
Τι μεγάλος, τι άρχοντας , σου λέω, αυτός είναι βασιλιάς και βάλε, είναι Δούκας !
Ναι αυτό είναι, Μέγας Δούκας!
Γι αυτό τον ακολουθεί ο λαός του.
-Ετοιμάσου ζαργάνα μου και μόλις τελειώσει ο αγώνας θα σε πάω στο πανηγύρι της Αγίας Βαρβάρας.
Αύριο είναι η γιορτή της, μεγάλη η χάρη της και θα πάμε για σουβλάκια.
Η Λίτσα κρατώντας αγκαλιά το αγαπημένο της βιβλίο, γύρισε την πλάτη της και βγήκε από το δωμάτιο.
Ο Αλέκος έμεινε εμβρόντητος να κοιτάει την κλειστή πόρτα.
Τι είχε κάνει, τι είχε πει και τον παράτησε έτσι η ζαργάνα του;
Δεν πρόλαβε να ξανασκεφτεί αν έπρεπε να πάει να την βρει, γιατί η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε η Λίτσα ντυμένη με το κολλητό της τζιν και το κόκκινο μπλουζάκι.
Στο λεπτό άλλαξε κι ο Αλέκος κι όλο χαρά καβάλησαν το παπάκι, αφού βεβαιώθηκε ότι έδεσε σωστά το κράνος της και η Αμαλίτσα του.
Όλα κι όλα, μπορεί να ήταν λίγο άγαρμπος ο σύντροφος της και να μην ήξερε από καλούς τρόπους, αλλά δεν τον άλλαζε με κανέναν δολοπλόκο Αρλεκίνο!!!
Ξεκίνησαν φωνάζοντας και οι δυο.
Σάντα Μπάρμπαρα, ερχόμαστε.
Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο "Παίζοντας με τις λέξεις " που διοργανώνει η Μαρία στο
Χάρτινο καραβάκι της.
Μαρία μου, σ ευχαριστώ κι εγώ πάρα πολύ για την ωραία διοργάνωση αυτού του δρώμενου.
Είμαστε μαζί σου στα καλά αλλά και στα δύσκολα!!!!
Η νικήτρια του 20ου παιχνιδιού είναι η άλλη Μαρία μας, με το "
Δημιουργική απασχόληση"
Συγχαρητήρια και στις δυο σας κορίτσια.
Ευχαριστώ όσες κι όσους ψήφισαν τη δική μου συμμετοχή.
Δεν περίμενα με τίποτα να έρθει τρίτη.
Αρχικά είχα γράψει δύο ιστορίες κι επειδή δεν αποφάσιζα ποια από τις δύο να στείλω, τις ένωσα κι έκανα μία.
Ήταν αρκετά μεγάλη όμως , οπότε αναγκαστικά έκοψα μερικές λεπτομέρειες, τις οποίες πρόσθεσα τώρα.
Απόλαυσα το γράψιμο, ελπίζω κι εσείς να απολαύσατε το διάβασμα!!!!
Εδώ είναι όλες οι συμμετοχές.
Σας προτείνω να τις διαβάσετε όλες.
Φωτο-Συγγραφική Σκυτάλη #4
Το ρυθμικό κούνημα του τραίνου τον νανούριζε.
Λίγο πριν, φόρεσε τις μεταξωτές του πυτζάμες , κρέμασε το ακριβό του κοστούμι στην κρεμάστρα, έβαλε την βαλίτσα στο ντουλάπι και ξάπλωσε στο αναπαυτικό κρεβάτι της πρώτης θέσης .
Τι απόφαση κι αυτή, να ακυρώσει τελευταία στιγμή το αεροπορικό εισιτήριο και να ταξιδέψει με το τραίνο!
Ήθελε όμως να γυρίσει πίσω με τον ίδιο τρόπο που έφυγε από την πατρίδα του πριν ……πριν πόσα χρόνια;
Γι αυτό θέλησε να ταξιδέψει με το τραίνο, για να σκεφτεί όλα αυτά τα χρόνια .
Πώς έφυγε, πού πήγε , τί έγινε , τι κέρδισε, τι έχασε;
Δύο μήνες παντρεμένοι κι έπρεπε να την αποχωριστεί.
Ξεκίνησαν τη νέα τους ζωή με τόσα όνειρα!
Φτωχοί μεν, αλλά πολύ ερωτευμένοι. Η ζωή στο χωριό ήταν δύσκολη κι έπρεπε να παλέψουν, να δουλέψουν σκληρά.
Δεν τους τρόμαζε όμως η δουλειά, ήταν νέοι, δυνατοί και γεμάτοι όνειρα.
Όνειρα που πάγωσαν μαζί με τη σοδειά τους.
Καταστράφηκαν τα πάντα .
Και τώρα πώς θα πλήρωναν τα χρέη τους;
Δεν υπήρχε άλλος τρόπος πια.
Ο μεσάζων που γύριζε στα χωριά και πρόσφερε δουλειά κάπου στην Ευρώπη, θα ξαναπερνούσε σε λίγες μέρες για την τελική απάντηση.
Η μετανάστευση ήταν η μόνη λύση!
Σίγουρα θα έφευγαν πολλοί οι νέοι από το χωριό τους , μετά από αυτή την κακοκαιρία.
Με πολύ πόνο στην καρδιά , τη φίλησε για άλλη μια φορά , άρπαξε τη μικρή βαλίτσα του και το μπογαλάκι με τα λιγοστά τρόφιμα για το δρόμο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε βιαστικά.
Ο δυνατός αέρας σκέπασε τα γοερά κλάματα της Ασημένιας του.
Ευτυχώς , γιατί λίγο ήθελε να γυρίσει πίσω.
Στην πλατεία του χωριού περίμενε το φορτηγό που θα τους μετέφερε στον πιο κοντινό σταθμό.
Αυτό ήταν, το τραίνο ξεκίνησε μουγκρίζοντας σαν δράκος.
Άλλη μια φουρνιά από ζεστό κρέας θα έτρωγε κι αυτή τη φορά.
Όλα τα νέα παλικάρια που αναγκάζονταν να αφήσουν την πατρίδα τους για να δουλέψουν στα ξένα.
Σε κάθε σταθμό ανέβαιναν όλο και πιο πολλοί, άλλοι γελαστοί και χαρούμενοι κι άλλοι λυπημένοι όπως αυτός.
Δυο μερόνυχτα κράτησε το ταξίδι τους για το βορρά.
Τα λιγοστά τρόφιμα, ψωμί, ελιές, λίγο τυρί και πίτα που του έφτιαξε η μάνα του, ίσα που έφτασαν.
Θα έκανε υπομονή, θα έκαναν υπομονή για ένα χρόνο, τόσο είχαν πει ότι θα δούλευε, ένα χρόνο , ίσα για να ξεχρεώσουν και μετά θα γύριζε πίσω .
Πίσω στην αγαπημένη του Ασημένια.
Τώρα που έφτασαν, η πρώτη του δουλειά ήταν να της γράψει ότι έφτασαν καλά , ότι ο καιρός θα περνούσε γρήγορα και θα ήταν πάλι μαζί.
Τα νέα ήρθαν γρήγορα , μετά από ένα μήνα, με το τραίνο που έφερε τους καινούργιους,
Η Ασημένια περίμενε το πρώτο τους παιδί.
Να χαρεί, να κλάψει;
Αυτό σήμαινε κι άλλα έξοδα, ίσως κι άλλος χρόνος μακριά της.
Λίγη υπομονή ακόμα αγαπημένη μου.
Γνώρισε τον γιο του τρία χρόνια μετά, τότε θεώρησε ότι το κομπόδεμα του ήταν αρκετό για να ξοδέψει λίγα για το ταξίδι της επιστροφής.
Νόμισε, ότι η εξορία του έφτασε στο τέλος της.
Ο γάμος της αδερφής του, ήταν δική του υποχρέωση αφού αυτά τα χρόνια ο πατέρας τους αρρώστησε και πέθανε. .
Λίγη υπομονή ακόμη Ασημένια μου.
Μόλις πάω θα φροντίσω για τα χαρτιά σου, θα είμαστε μαζί και θα μαζέψουμε πιο γρήγορα όλα όσα χρειάζονται.
Το παιδί θα μείνει λίγο καιρό με την μάνα μου για να μπορέσεις να δουλέψεις κι εσύ,.
Δεν έφυγε ποτέ η Ασημένια.
Έμεινε πίσω κι έφερε στον κόσμο την κόρη τους.
Τώρα είχε καλύτερη δουλειά και πίστευε πως έφτασε η ώρα της επιστροφής.
Μήπως όμως να έκαναν λίγη υπομονή ακόμα για να αγόραζαν ένα σπίτι για το κοριτσάκι τους;
Λίγη υπομονή ακόμα για να τελειώσει ο γιος τους το σχολείο και να του ανοίξουν μια δουλειά να μη παιδεύεται με τη γη;
Λίγη υπομονή ακόμα , γιατί βρήκε μια καταπληκτική ευκαιρία, ένα μαγαζί στο κέντρο της πόλης όπου έμενε;
Θα ήταν πια αφεντικό και δεν θα είχαν ανάγκη κανέναν.
Τώρα θα την έπαιρνε κοντά του οπωσδήποτε.
Τα παιδιά ήταν μεγάλα , μπορούσαν να μείνουν με τη γιαγιά τους για λίγο καιρό.
Λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.
Η μάνα έφυγε ξαφνικά και για άλλη μια φορά η Ασημένια έμεινε στο χωριό.
Γύριζε πίσω.
Οριστικά αυτή τη φορά.
Το σπίτι της κόρης αγοράστηκε , η δουλειά του γιου στήθηκε.
-Τα πούλησα όλα Ασημένια μου κι έρχομαι.
Φτάνει τόση υπομονή, έχει κι αυτή τα όρια της και νομίζω ότι τα ξεπεράσαμε προ πολλού.
Ήταν τα λόγια του στο τηλέφωνο.
Λίγη μόνο υπομονή μέχρι να γυρίσω και να αρχίσουμε από την αρχή, από εκεί που σταματήσαμε πριν ….πριν πόσα χρόνια;
Συγνώμη αγαπημένη μου για όλα όσα σου στέρησα, όλα όσα στερηθήκαμε.
Τα χρήματα μπορεί να αγοράζουν σπίτια και δουλειές, δεν αγοράζουν όμως άδειες νύχτες, άδειες αγκαλιές.
Μπορεί να κέρδισα πολλά , μπορεί να έφυγα με μπαλωμένα ρούχα και τώρα να γυρίζω με ακριβό κοστούμι και βαλίτσες γεμάτες δώρα, έχασα όμως όλες τις οικογενειακές μας στιγμές.
Ελπίζω να τις αναπληρώσουμε , μεγαλώνοντας μαζί τα εγγόνια μας.
Αυτή ήταν η δική μου συμμετοχή για την 4η Φωτο-Συγγραφική Σκυτάλη που διοργανώνει η Μαίρη από την ΓΗΙΜΗ ΜΑΤΙΑ που τόσο αγαπήσαμε!
Μαίρη μου, ευχαριστώ πολύ.
Χαίρομαι που παίρνω κι εγώ μέρος σ αυτό το δρώμενο!
Τη φωτογραφία την διάλεξε η Κλαύδια που προηγήθηκε και η λέξη-κλειδί είναι Μετανάστευση.
Σ ευχαριστώ πολύ Κλαύδια μου. Είχα μεγάλη αγωνία για τη φωτογραφία και τη λέξη.
Δεν θα μπορούσες να διαλέξεις πιο κατάλληλη για μένα.
Κόρη μετανάστη, έγραψα μια ιστορία φανταστική αλλά όχι κι απίθανη.
Διάλεξα να έχει αίσιο τέλος γιατί και μόνο ο τίτλος πονάει.
Η Αλεξάνδρα και η Αφροδίτη, πιασμένες χέρι χέρι, έβλεπαν τους επιβάτες να βγαίνουν σιγά σιγά από το αεροπλάνο που μόλις είχε φτάσει και προσπαθούσαν να διακρίνουν ανάμεσα τους τις φίλες που περίμεναν.
*
Όλα άρχισαν από την ημέρα που αποφάσισαν να πάνε στο χωριό τους για να σκεφτούν τι θα κάνουν με το σπίτι της γιαγιάς Αλεξάνδρας.
Η αγαπημένη τους γιαγιά, είχε ‘φύγει’ πριν λίγους μήνες, χαμογελαστή και ήρεμη, μέσα στον ύπνο της, κρατώντας στα χέρια της το κέντημα της.
Το σπίτι αυτό το αγαπούσαν, γιατί σ αυτό μεγάλωσαν. Όχι όλο το χρόνο βέβαια, αλλά δεν πέρασαν ούτε ένα καλοκαίρι μακριά του και μακριά από την γιαγιά Αλεξάνδρα.
Και τί δεν έμαθαν κοντά της.
Από πολύ μικρές τις έβαζε να ζυμώνουν και να πλάθουν κουλουράκια, κάθε φορά που ετοίμαζε το ψωμί της εβδομάδας.
Με τα μικρά τους χεράκια, πάλευαν με τις ώρες, μέχρι να τελειώσει κι εκείνη και να τα ψήσουν στον φούρνο της αυλής που τον έκαιγε από το πρωί.
Κι όταν μεγάλωσαν λίγο, τις άφηνε να ζυμώνουν τις λειτουργιές για την εκκλησία.
Έλεγε πως γίνονταν καλύτερες όταν τις έφτιαχναν αθώες ψυχούλες.
Έμαθαν να φυτεύουν λαχανικά στον κήπο που ετοίμαζε ο παππούς γι'αυτές.
Ήξεραν να τα ξεχωρίζουν όλα από τα φύλλα τους μόλις αυτά ξεμύτιζαν από το χώμα.
Τα πότιζαν, τα φρόντιζαν και μετά απολάμβαναν τον κόπο τους όλοι μαζί.
Τα απογεύματα κάθονταν στην πίσω αυλή κάτω από τη φλαμουριά και τους μάθαινε να κεντάνε.
Τα πρώτα τους μάλιστα καδράκια, ακόμα είναι κρεμασμένα στον τοίχο του σαλονιού.
Και τις βροχερές μέρες ή τις κρύες νύχτες των Χριστουγέννων, γιατί και τις διακοπές των γιορτών εκεί τις περνούσαν, κάθονταν κοντά στο αναμμένο τζάκι κι άκουγαν με ανοικτό
στόμα τις ωραίες ιστορίες που τους έλεγε.
Ούτε λόγος να πουλήσουν αυτό το σπίτι.
Θα το ανακαίνιζαν λίγο και το πολύ πολύ να νοίκιαζαν το μισό σε τουρίστες που έρχονταν συχνά για πεζοπορία μέσα στα βουνά.
Δεν ήθελαν να αλλάξουν το παραδοσιακό στυλ του σπιτιού, παρά μόνο να το εξοπλίσουν και να το κάνουν πιο λειτουργικό.
Ξεκίνησαν πολύ πρωί από την πόλη τους, με σκοπό να καταγράψουν τις εργασίες που θα χρειαζόταν το σπίτι και να δουν ποια από τα πράγματα θα κρατούσαν και ποια θα πετούσαν.
Πού να ήξεραν τι έκπληξη τους περίμενε!
Ξεκίνησαν από έξω πρώτα κι αφού κατέγραψαν τα βασικά , μπήκαν μέσα για να συνεχίσουν στη δροσιά που πρόσφερε το παλιό σπίτι με τους πέτρινους τοίχους.
Θα παρουσίαζαν αυτή τη μελέτη στην πτυχιακή τους, μιας και σπούδαζαν Αρχιτεκτονική και οι δυο.
Το πρώτο πράγμα που είδαν μπαίνοντας στη σάλα, ήταν τα δικά τους καδράκια.
Με μια κίνηση , πολλές φορές το έκαναν αυτό αφού ήταν δίδυμες, έπιασαν από ένα και τα ξεκρέμασαν συγχρόνως από τον τοίχο.
Έβαλαν τα γέλια και είπαν με μια φωνή, αυτά είναι Μουσειακά κομμάτια γι αυτό και κατάσχονται!!!!!
-Πόσο χρονών ήμασταν άραγε όταν τα φτιάξαμε ;
-Από πίσω θα γράφει. Η γιαγιά συνήθιζε να γράφει ημερομηνίες και να κρατάει σημειώσεις για όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής της και της ζωής μας και τέτοιο συγκλονιστικό γεγονός, όπως τα κεντημένα μας καδράκια, δεν θα το άφηνε ασχολίαστο.
-Όντως γράφει, ήμασταν 10 χρονών όταν τα κεντήσαμε.
Τα σημερινά παιδιά ούτε που ξέρουν τι θα πει κέντημα.
-Για δες, τι είναι αυτό εδώ πίσω κολλημένο;
-Ένα σημείωμα! Έχει τα ονόματα μας γραμμένα, άρα είναι για μας.
-Διάβασε λοιπόν, τι περιμένεις;
-Αγαπημένα μου κοριτσάκια, για να διαβάζετε αυτό το σημείωμα, μάλλον έχω "φύγει" ή είμαι άρρωστη και σκοπεύω να φύγω σύντομα κι εσείς σκέφτεστε τί θα κάνετε με το σπίτι.
Είμαι σίγουρη ότι θα το κρατήσετε, αλλά πριν πετάξετε ό,τι σας είναι άχρηστο, πρέπει να σας πω μια ιστορία!!!
Πίσω από το άλλο καδράκι, αν ξεκολλήσετε λίγο το χαρτί, θα βρείτε δυο κλειδιά.
Αυτά τα κλειδιά ανοίγουν ένα μικρό μπαούλο που είναι κρυμμένο στη σοφίτα.
Θα το βρείτε στην πίσω δεξιά γωνία, αφού μετακινήσετε προσεκτικά, όλα τα παλιά έπιπλα που έχω στοιβάξει γύρω του κι επάνω του για να μη φαίνεται.
Εμπρός , μη κοιτάτε με ανοικτά τα στόματα σας η μια την άλλη, έχουμε και δουλειές.
Ανεβείτε στη σοφίτα κι αρχίστε το ψάξιμο.
Η Αλεξάνδρα και η Αφροδίτη, έκλεισαν συγχρόνως τα στόματα τους και με μια φωνή είπαν.
-Βρε γιαγιά, έχεις όρεξη για παιχνίδια κι από κει που είσαι;
Πήραν τα κλειδιά πίσω από το καδράκι και προχώρησαν μουδιασμένες μέχρι τη σκάλα που οδηγούσε στη σοφίτα.
Καμία δεν έκανε το πρώτο βήμα.
Τι να τις περίμενε άραγε;
Μήπως ήταν μια πλάκα της γιαγιάς;
-Να το αφήσουμε για αύριο το πρωί; Μίλησε πρώτη η Αλεξάνδρα.
-Όχι βέβαια, είπε θαρραλέα η Αφροδίτη κι άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα.
Ποιος κοιμάται ξέροντας ότι κάτι κρύβεται πάνω από το κεφάλι του;
Βρήκαν τον διακόπτη στα τυφλά κι άναψαν το φως.
-Είχα ένα φόβο μην ήταν καμένη η λάμπα , είπε με τρεμουλιαστή φωνή η Αλεξάνδρα.
-Τι τρέμεις καλέ; Εγώ νομίζω ότι θα βρούμε τίποτε ραβασάκια της γιαγιάς που δεν θα ήθελε να πέσουν σε ξένα χέρια και της βγει το όνομα.
Τι θα λένε οι άγγελοι γι αυτήν μετά στον Παράδεισο, είπε γελώντας η Αφροδίτη.
-Αποκλείεται, απάντησε η αδελφή της.
Η γιαγιά παντρεύτηκε πολύ μικρή τον παππού κι από ό,τι έλεγε ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του.
Δεν θυμάσαι πόσο αγαπημένοι ήταν;
Η μόνη φορά που του έβαλε τις φωνές, ήταν όταν προσπαθούσε ο καημένος να μας μάθει ποδήλατο κι εμείς χτυπήσαμε τα γόνατα μας.
Μέχρι που έφυγε εκείνος, κρατιόταν από το χέρι όπου κι αν πήγαιναν.
Ο μόνος τρόπος για να μάθουμε το μυστικό, είναι να βρούμε το μπαούλο.
Με κόπο κουβάλησαν στην άλλη άκρη της σοφίτας ένα ένα όλα τα παλιά έπιπλα.
Στο τέλος, σκεπασμένο με ένα χοντρό υφαντό κάλυμμα, ανακάλυψαν το περιβόητο μπαούλο.
Διστακτικά έβαλαν τα κλειδιά στις κλειδαριές και τα γύρισαν δυο φορές.
Το καπάκι άνοιξε τρίζοντας.
Η μυρωδιά της λεβάντας, δήλωνε ότι η γιαγιά το άνοιγε συχνά για να την ανανεώσει.
Η τελευταία φορά όμως πρέπει να ήταν πριν από πέντε χρόνια, όταν αρρώστησε και την πήραν στην πόλη για να ζήσει μαζί τους.
Σήκωσαν το άσπρο κεντημένο σεντόνι που σκέπαζε τα πάντα.
Πάνω πάνω ήταν ένα πακέτο γράμματα.
Κι από κάτω ρούχα καινούργια , σχεδόν αφόρετα, μιας άλλης εποχής.
Ήταν σε μικρό μέγεθος, για κοριτσάκι 10 με 12 χρονών.
Σίγουρα δεν ήταν της γιαγιάς Αλεξάνδρας όταν ήταν σ αυτή την ηλικία.
Τέτοια ρούχα δεν υπήρχαν στα χωρία, ιδίως εκείνα τα χρόνια.
-Τι ωραία ρούχα, έλεγαν και οι δύο και τα σήκωναν προσεκτικά, ένα ένα.
Όλα είχαν κεντημένο ένα μονόγραμμα από μέσα.
Ένα καλλιγραφικό R
Ποιανής να ήταν άραγε και γιατί η γιαγιά τα φύλαξε;
Στο τέλος, κάτω κάτω, μέσα σε μια πάνινη σακούλα με περισσότερη λεβάντα, ήταν ένα ολόμαλλο παλτό.
Δεν είχαν ξαναδεί τόσο ωραίο ύφασμα και ράψιμο, οι δυο αδερφές.
Κάτι προεξείχε από την τσέπη του. Ένα κίτρινο αστέρι. Τι ήταν αυτό άραγε; Χριστουγεννιάτικο στολίδι;
-Νομίζω πρέπει να διαβάσουμε τώρα τα γράμματα για να λύσουμε το μυστήριο, είπε η Αλεξάνδρα.
Έκατσαν δίπλα δίπλα στα μαξιλάρια που είχαν πετάξει στο πάτωμα κι άνοιξαν το πρώτο γράμμα που είχε γραμμένο από έξω τα ονόματα τους.
*
-Αφού φτάσατε μέχρι εδώ, αγαπημένα μου κοριτσάκια, είμαι ήσυχη ότι θα κάνετε αυτά που θα σας πω.
Τα ρούχα που βλέπετε, θα καταλάβατε ότι δεν ήταν δικά μου.
Πού να βρίσκαμε εμείς στα χωριά τέτοια ρούχα και ιδίως μέσα στον πόλεμο;
Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ του 1942, ο θείος μου κι αδερφός του πατέρα μου, χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα έχοντας πίσω του ένα φοβισμένο κοριτσάκι.
Έναν φοβισμένο άγγελο, τόσο όμορφο ήταν!
Παγωμένοι όλοι, περιμέναμε να μας μιλήσει ο θείος μου και να μας πει πού βρήκε το κοριτσάκι.
Είχε κατέβει στην πόλη να πουλήσει αλεύρι και να αγοράσει άλλα πράγματα που χρειάζονταν οι οικογένειες στα χωριά.
Την ημέρα εκείνη παρατήρησε πολύ κόσμο μαζεμένο κοντά στο σταθμό των τρένων.
Πριν προλάβει να ρωτήσει τι συμβαίνει, ένας κύριος καλοντυμένος, του έβαλε στο χέρι το μικρό χεράκι του κοριτσιού και του είπε.
-Φαίνεσαι καλός άνθρωπος, πάρτην μαζί σου για να τη σώσεις. Εμάς δεν ξέρω πού θα μας πάνε κι αν ξαναγυρίσουμε ποτέ.
Πες μου μόνο πώς σε λένε και από ποιο χωριό είσαι κι αν γυρίσουμε θα έρθω να τη γυρέψω.
Ο θείος μου μηχανικά , του είπε το όνομα του και το χωριό του κι έμεινε να τον κοιτάζει με μάτια ορθάνοικτα καθώς εκείνος χάνονταν μέσα στο πλήθος.
Τράβηξε τη μικρή στο πλάι, τη σκέπασε με ένα υφαντό που είχε στα καπούλια του αλόγου του, την ανέβασε προσεκτικά και ξεκίνησε να βγει από την πόλη σιγά σιγά για να μη δώσει στόχο.
Από αυτά που άκουγε καθώς προχωρούσε, κατάλαβε ότι οι Γερμανοί θα φόρτωναν στα τρένα τους Εβραίους της περιοχής τους και θα τους πήγαιναν κάπου για δουλειά, έλεγαν.
Τα νέα αργούσαν να φτάσουν στα χωριά και δεν γνώριζαν όλα όσα γίνονταν στις πόλεις.
Σε λίγες ώρες έφτασαν στο χωριό κι ο θείος μου την έφερε κατευθείαν σε μας.
Σκέφτηκε ότι εγώ είχα περίπου την ίδια ηλικία μαζί της και θα της ήταν πιο εύκολο να περνάει τη μέρα της όσο να γυρίσουν οι δικοί της.
Η πρώτη δουλειά της μάνας μου ήταν να βγάλει όλα τα ρούχα του κοριτσιού και να της φορέσει δικά μου.
Ύστερα μας ορμήνεψε να μη πούμε σε κανέναν τίποτα για αυτή. Για να τη δώσει έτσι σε έναν άγνωστο ο πατέρας της, κάτι πολύ κακό συνέβαινε στις πόλεις, μας είπε.
Γίναμε αχώριστες.
Μαζί τρώγαμε , μαζί κοιμόμασταν, μαζί κεντούσαμε με το φως της γκαζόλαμπας δίπλα στο τζάκι.
Ούτε λόγος για παιχνίδια στην αυλή κι όταν έρχονταν κάποια γειτόνισσα, εμείς ανεβαίναμε τρέχοντας στη σοφίτα.
Πέρασε έτσι όλος ο χειμώνας κι εμείς ήμασταν πια σαν αδελφές και καλύτερα.
Αλλά και η μάνα κι ο πατέρας μας, σαν δικό τους παιδί τη φρόντιζαν.
Μαθαίναμε ότι τα πράγματα χειροτέρευαν και κινδυνεύαμε όλοι αν την έβρισκαν στο σπίτι μας.
Ο θείος μου έψαχνε τρόπο να τη φυγαδεύσει και μόλις έμαθε ότι κάποιοι δικοί της βρήκαν τρόπο να φύγουν από την Ελλάδα, τους ζήτησε να την πάρουν μαζί τους.
Εγώ έπεσα να πεθάνω, αλλά κατάλαβα ότι ήταν για το καλό της Ραχήλ, έτσι την έλεγαν τη φίλη κι αδελφή μου.
Υποσχεθήκαμε η μια στην άλλη να μη ξεχαστούμε και κάποτε να ξαναβρεθούμε.
Της έγραφα γράμματα κάθε μέρα, αυτά που είναι δεμένα μέσα στο μπαούλο, γράμματα που δεν έστειλα ποτέ γιατί δεν ήξερα πού να τα στείλω.
Ποτέ δεν μίλησα σε κανένα για τη Ραχήλ. Οι γονείς μου κι ο θείος μου ήταν οι μόνοι που ήξεραν .
Δεν το είπα ούτε καν στον παππού σας, όταν παντρευτήκαμε, αν και είχε τελειώσει πια ο πόλεμος, φοβόμουν τόσο για τη ζωή της .
Ούτε στον γιο μου, τον πατέρα σας, είστε οι μόνες που το μαθαίνετε.
Ήθελα, όσο είμαι ακόμα καλά κι έχω τα μυαλά μου, να σας τα πω , αλλά φοβόμουν μη σας ταράξω.
Τώρα φαντάζομαι θα μεγαλώσατε αρκετά και θα μπορέσετε να με καταλάβετε.
Θέλω να βρείτε τρόπο να μάθετε για τη Ραχήλ, αν σώθηκε τελικά .
Ίσως τώρα να μη ζει, αλλά θέλω να βρείτε κάποιους συγγενείς της και να τους παραδώστε τα ρούχα της.
Σας το ζητώ σαν τελευταία χάρη.
Σας αγαπώ πολύ.
Η γιαγιά σας .
*
Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια τους.
-Καλή μας γιαγιά, τώρα εξηγούνται όλα.
Τώρα καταλαβαίνουμε την αγωνία σου κάθε απόγευμα να σε ντύσουμε, να σε χτενίσουμε και να σε βάλουμε δίπλα στο παράθυρο με το κέντημα στα χέρια.
Περίμενες έλεγες τη αδελφή σου τη Ραχήλ για να κεντήσετε παρέα κι εμείς γελούσαμε γιατί ξέραμε ότι δεν είχες αδελφή.
Κεντούσες, χωρίς βελόνα φυσικά, ανεβοκατεβάζοντας το χέρι σου κι όταν σκοτείνιαζε και σε πηγαίναμε στο κρεβάτι σου, μας ρωτούσες αν κεράσαμε κάτι την Ραχήλ.
Τι κάνει στον άνθρωπο το άτιμο το Alzheimer.
-Πώς κι από πού θα πάρουμε πληροφορίες, για την τύχη της, μου λες;
-Κάτι σκέφτηκα, ας ξημερώσει και θα δούμε. Πάμε για ύπνο τώρα.
Ο ύπνος δεν ήρθε ποτέ για τα κορίτσια.
Όλο το βράδυ κατέστρωναν σχέδια και πρωί πρωί έπιασαν δουλειά.
Επικοινώνησαν με την Εβραϊκή κοινότητα και τους είπαν την ιστορία της γιαγιάς τους.
Έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον κι όταν τους είπαν και τα στοιχεία της, τα οποία ήταν κεντημένα στη φόδρα του παλτό της, μια έκπληξη τις περίμενε.
Εδώ και χρόνια οι εγγονές της Ραχήλ , προσπαθούσαν να εντοπίσουν το χωριό και τους ανθρώπους που την έκρυψαν, αλλά δεν τα είχαν καταφέρει.
Σε αντίθεση με τη δική μας γιαγιά, εκείνη τους μιλούσε συνέχεια για τη φίλη κι αδελφή της , Αλεξάνδρα, που έμενε σε ένα ορεινό χωριό λίγες ώρες από την πόλη που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει.
Είχαν έρθει δύο φορές στην Ελλάδα από την Αμερική, ναι εκεί είχε πάει η Ραχήλ, αλλά δεν βρήκαν κάτι, αφού κανείς δεν γνώριζε για την ύπαρξη της και τη διάσωση της.
*
Δύο κοπέλες πιασμένες χέρι χέρι, έρχονταν προς το μέρος τους.
Η Ραχήλ και η Ρεβέκκα, όπως συστήθηκαν , ήταν οι εγγονές της γιαγιάς Ραχήλ.
Τα τέσσερα κορίτσια μετά τις πρώτες στιγμές αμηχανίας, πήραν το δρόμο για το χωριό.
Δεν ήθελαν να περιμένουν άλλο, ήθελαν να δουν το χώρο που έζησε έστω για λίγο η αγαπημένη τους γιαγιά.
Καθισμένες όλες μαζί στο πάτωμα της σοφίτας , στις μεγάλες μαξιλάρες, διάβαζαν τα γράμματα που είχαν γράψει η μια στην άλλη.
Η Αλεξάνδρα της έγραφε για τη ζωή στο χωριό και η Ραχήλ για το δύσκολο ταξίδι με το πλοίο μέχρι την Αμερική και τη ζωή της εκεί.
Και τα γράμματα της Ραχήλ δεν ταχυδρομήθηκαν ποτέ, γιατί ούτε κι αυτή ήξερε πού να τα στείλει.
Δεν της είχαν πει σε ποιο χωριό έμεινε, ούτε πώς έλεγαν την οικογένεια που την έκρυψε.
Όλοι κινδύνευαν από όλους εκείνα τα χρόνια.
Και η γιαγιά Ραχήλ ,τα τελευταία χρόνια ήταν κοντά στα παιδιά της , γιατί κι αυτή ζούσε στον δικό της κόσμο, τον κόσμο του
Alzheimer και κάθε απόγευμα κεντούσε δίπλα στο παράθυρο και μιλούσε με την φανταστική της φίλη κι αδελφή, Αλεξάνδρα.
Άλλωστε ήταν η μόνη συγγενής που είχε από τότε που έφυγαν οι δικοί της και δεν ξαναγύρισαν ποτέ.
Η Ραχήλ και η Αλεξάνδρα, η Αφροδίτη και η Ρεβέκκα, υποσχέθηκαν να μη χαθούν και να κάνουν όποτε μπορούν κοινό μνημόσυνο για τις δυο φίλες κι αδελφές.
.
Με την ιστορία αυτή συμμετέχω στη φωτο-συγγραφική σκυτάλη #3 που διοργανώνει η αγαπημένη μας
Μαίρη μέσω του blog της
Γήινη Ματιά. (εδώ μπορείτε να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές)
Τη φωτογραφία που μου έδωσε την έμπνευση, την παρέλαβα από την
Ελένη Φλογερά, καθώς και τη λέξη
μυστήριο που έπρεπε να συμπεριλάβω στο κείμενο μου.
Ελένη μου με τη φωτογραφία αυτή , μου έδωσες τη δυνατότητα να πω πράγματα που άκουσα από τη δική μου γιαγιά όταν ήμουν μικρή!!!!!!!
Φυσικά υπάρχουν και φανταστικά στοιχεία μέσα στην ιστορία!!!!!
Ελένη και Μαρία σας ευχαριστώ πολύ για το ωραίο φωτο-συγγραφικό ταξίδι μας.
ΤΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΑΚΙΑ
-Καλημέρα λουλουδάκια μου, καλημέρα τριανταφυλλιές μου!!!!
Είχε δίκιο τελικά η κυρά Χαρίκλεια για τη στάχτη.
Την άπλωσα στο χώμα γύρω από τον κορμό σας και μια στάλα νερό για να περάσουν τα στοιχεία της στις ρίζες σας και κοιτάξτε τι όμορφα μπουμπούκια βγάλατε!
-Καλημέρα κυρία Μερόπη μου, καλώς τα δέχτηκες. Έμαθα πως γύρισε ο γιος σου με το πτυχίο του, επιστήμονας πια!!!!!!
-Καλημέρα και σε σένα κυρία Ζωή μου, ευχαριστώ πολύ!
(Πότε κιόλας το έμαθε κι από πού; Εχθές τα μεσάνυχτα γύρισε το παλικάρι μου..)
-Καλή σταδιοδρομία τώρα και μια καλή νύφη. Έχει πολλά και καλά κορίτσια ο τόπος μας κι αν χρειαστείτε τη βοήθεια μου, πολύ ευχαρίστως .
-Ας βρει δουλειά πρώτα κυρά Ζωή μου και βλέπουμε μετά για τη νύφη.
(Ακούς εκεί να χρειαστούμε τη βοήθεια της. Κι εμείς τι κάνουμε δηλαδή; Δεν ξέρει η μανούλα ποια νύφη ταιριάζει στο γιο της και ξέρει η προξενήτρα; Σιγά να μη σου παραδώσω την εξουσία μανδάμ!!)
-Πάω τώρα μέσα γιατί νομίζω ξύπνησε και με φωνάζει και τα λέμε άλλη ώρα.
-Με ποια μιλάς βρε μάνα πρωί πρωί και μου πήρατε τα αυτιά;
-Έμαθαν οι γείτονες ότι ήρθες παλικάρι μου και σου στέλνουν τα συγχαρητήρια για το πτυχίο σου .
-Να είναι καλά οι άνθρωποι. Να πιω τον καφέ μου και να φύγω γιατί με περιμένει ο πατέρας στο χωράφι να τον βοηθήσω στο φόρτωμα. Μέχρι να βρω δουλειά θα πηγαίνω κάθε μέρα μαζί του να τον ξεκουράσω λίγο.
-Να πας γιε μου , να πας . Πολύ θα το χαρεί. Κι εγώ έχω μια δουλειά να κάνω στην πόλη και μετά θα σου ετοιμάσω το αγαπημένο σου φαγητό!!
Όλο χαρά η κυρία Μερόπη, ντύθηκε στολίστηκε κι ετοιμάστηκε για την ιδιαίτερη αποστολή που έβαλε στο μυαλό της.
Με φούρια άρπαξε την τσάντα της και το βάζο με το γλυκό πορτοκάλι και κατέβηκε με βιασύνη στον κήπο!
-Ήρθε η ώρα να αποχωριστώ ένα από εσάς μπουμπουκάκια μου, αλλά θα είναι για καλό σκοπό.
Δεν πειράζει που θα μείνετε 4, γρήγορα θα ανοίξουν κι άλλα.
Καλέ, που είναι το πέμπτο; Τώρα τα μέτρησα.
Φεύγω τώρα και μετά θα ανακαλύψω τον ένοχο της κλοπής.
-Ποιος καλός άνεμος σας φέρνει στο ιατρείο μου κυρία Μερόπη;
-Ήρθα για κείνες τις εξετάσεις που λέγαμε Αννούλα μου και με την ευκαιρία σου έφερα λίγο από το καινούργιο μου γλυκό κι ένα λουλουδάκι από τον κήπο μας.
-Αμέσως να σας τις γράψω, είπε η Αννούλα κι άφησε από τα χέρια της ένα τριανταφυλλένιο μπουμπούκι.
-Ποιες εξετάσεις καλέ; Εγώ τώρα έγινα περδίκι , δεν με πονάει τίποτα!
Φεύγω φεύγω, έχω δουλειές με φούντες, άλλη φορά οι εξετάσεις!!!
Έκπληκτη η Αννούλα, κοίταζε μια τα δυο μπουμπούκια και μια την πόρτα από όπου βγήκε τρέχοντας η κυρία Μερόπη.
-Σου δίνω άφεση κύριε κλέφτη, χαλάλι της τα δυο μπουμπουκάκια, μουρμούριζε, καθώς έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού πετώντας!!
Αλλά να μη καταλάβω κάτι. Κι ύστερα σου λένε ότι οι μανούλες έχουν το χάρισμα της διαίσθησης!!!!
Μας έβαλαν τα γυαλιά μανούλα και προξενήτρα!!!!
Υ.Γ. Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο «παίζοντας με τις λέξεις» που διοργάνωσε για άλλη μια φορά η
Μαρία στο μπλογκ της, Με ένα χάρτινο καραβάκι.
Διαβάστε εκεί όλες τις συμμετοχές.
-Να σε πω το μοίρα σου, να σε πω το ριζικό σου;
Ένα Του είναι μέσα στο καρντιά σου, αμά πολύ τζαναμπέτης κοπέλα μου.
Τανάσης, Τρασύβουλος, Τεμιστοκλής;
Δεν πιστεύει στα αυτιά της.
Ο Τανάσης, φτου , ο Θανάσης τζαναμπέτης;
Και πού τον ξέρει αυτή η τσιγγάνα τον Τανάση, ξανά φτου, τον Θανάση της;
Θυμάται ιστορίες και παραμύθια που της έλεγε η γιαγιά της για τσιγγάνες που έριχναν τα χαρτιά και διάβαζαν τις γραμμές στο χέρι, αλλά δεν έτυχε να συναντήσει καμία μέχρι τώρα.
Κι αν δεν πήγαινε με την ξαδέρφη της σ αυτή την περιοχή που γίνεται δυο φορές το χρόνο ένα μεγάλο παζάρι, μάλλον δεν θα συναντούσε ποτέ.
Η τσιγγάνα είδε τον δισταγμό της και πήρε θάρρος.
-Έλα έλα, εντώ ντίπλα είναι το τσαντίρι μου, έλα να σε ψήσω καφέ και να σε πω το φλιτζάνι. .
-Πού είσαι και σε ψάχνω τόση ώρα; ακούστηκε η φωνή της ξαδέρφης της όλο αγωνία στο κινητό.
-Έρχομαι αμέσως, είπε και βγήκε ζαλισμένη από το τσαντίρι.
-Καλά ακολούθησες την τσιγγάνα;
-Ούτε που το κατάλαβα, σαν να με υπνώτισε.
-Και;
-Τι και; Μου είπε οτι ο Τανάσης έχει κι άλλη, μια ξανθιά με μακριά μαλλιά.
-Ποιός Τανάσης καλέ, εννοείς ο Θανάσης σου;
- Ναι αυτός, πάω στοίχημα ότι τώρα είναι μαζί της, πάνω στο κρεβάτι μας , στο σεντόνι μας, γι'αυτό δεν ήθελε να έρθει στο παζάρι.
-Για σύνελθε, ο Τανάσης, φτου με κόλλησες κι εμένα, έχει αλλεργία με τα παζάρια και το ξέρεις.
Μη μάθει ότι πήγες να σου πουν το φλιτζάνι χάθηκες.
-Πρέπει να με βοηθήσεις να βρω αυτά που χρειάζομαι για να κάνω το μαγικό βοτάνι και να τον ξανακερδίσω.
Μόνο έτσι θα βρω τη σωτηρία μου.
-Καλέ ακούς τί λες μορφωμένη κοπέλα;
Τι μαγικό βοτάνι και πράσινα άλογα;
-Όχι πράσινα άλογα, ένα πράσινο βάτραχο μου είπε να βρω και να του κόψω τη γλώσσα.
Φτερά μέλισσας, ένα κοκαλάκι νυχτερίδας, ιστό αράχνης που τον έφτιαξε την πανσέληνο σε ανατολικό μέρος κι όλα αυτά να τα βράσω σε νερό κρυστάλλινης πηγής.
Μόλις το πιεί θα ξεχάσει την άλλη και ....
-Μόλις το πιεί θα τον τρέχουμε στο νοσοκομείο κι αν μάθει το γιατί, ξέχνα τον τελείως τον Τανάση σου.
-Καλά όλα τα άλλα θα τα βρω εύκολα, πηγή κρυστάλλινη, μου λες πού θα βρούμε;
-Μαριάνθη, ακούς τι λες;
Σίγουρα ο καφές κάτι είχε και είσαι σαν υπνωτισμένη.
Άνοιξε γρήγορα την τσάντα σου.
Πού είναι το πορτοφόλι σου;
-Ωχ έκανε φτερά.
Την πάτησα σαν αγράμματη ξαδέρφη.
Μη πεις κουβέντα στον Τανάση, αλλά πάμε καλού κακού να μαζέψουμε τα υλικά και να βρούμε την πηγή.
-Μαριάνθηηηηηηηηηη
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο 18ο Παίζοντας με τις λέξεις, που διοργανώνεται από την Μαρία και το Χάρτινο καραβάκι της.
Διαβάστε και τις 30 συμμετοχές εδώ , είναι όλες υπέροχες.
Μαρία μου, σ ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου για την ευκαιρία που μας δίνεις με το παιχνίδι αυτό.
Καλή συνέχεια!
Έριξε τα τελευταία ρούχα στη βαλίτσα της, έκλεισε το φερμουάρ και κάθισε δίπλα στο παράθυρο να περιμένει το ταξί που θα την πήγαινε στο αεροδρόμιο για να πάρει το αεροπλάνο του γυρισμού.
Θα γύριζε επιτέλους στο σπίτι της, στο μεγάλο της σπίτι δίπλα στη θάλασσα, στο αδέρφια της, στις μανούλες της και στον πατερούλη της!!!!!
Ναι σωστά διαβάσατε, στις μανούλες της.
Σ αυτό το μεγάλο σπίτι κατοικούσαν πολλά παιδιά και πολλές μανούλες.
Ο κόσμος βέβαια το έλεγε ίδρυμα, ποτέ δεν κατάλαβε το γιατί, αυτή όμως το θεωρούσε σπίτι, το σπίτι της.
Ποια μανούλα να πρωτοθυμηθεί;
Την μαμά Φλώρα ή μαμά πάστα Φλώρα, που σηκωνόταν από τα χαράματα για να ετοιμάσει τα πεντανόστιμα φαγητά της, να ψήσει τα αφράτα τυροψωμάκια της για να τα βρούμε ζεστά ζεστά στο πρωινό μας, να κάνει ζυμάρι για τις πίτες της και τόσα άλλα μέχρι αργά το βράδυ;
Κι ενδιάμεσα εβρισκε και το χρόνο για αγκαλιές και χάδια για όλα τα παιδιά.
Την μαμά Κατερίνα που ήταν σχολαστική με την καθαριότητα και κυνηγούσε τη σκόνη με την ηλεκτρική σκούπα ;
Την είχανε βαφτίσει dust buster γι αυτό το λόγο.
Ήθελε να ζούμε σε καθαρό περιβάλλον, έλεγε κι όλο έτρεχε με την ηλεκτρική στο χέρι και το ξεσκονόπανο.
Μόλις τελείωνε με τις σκόνες, καθόταν στην ραπτομηχανή της κι έραβε ρουχαλάκια για όλα τα παιδιά.
Λάτρευε τα υφάσματα και χαίρονταν όταν αποκτούσε καινούργια.
Κι αυτή όμως τα παρατούσε όλα όταν κάποιο παιδί την χρειαζόταν.
Η μαμά Αρετούλα , τα ξυπνούσε το πρωί με τραγούδια και φιλιά και αφού τα καλοχτένιζε κι έφτιαχνε κοτσιδάκια στα κορίτσια κι ολόισιες χωρίστρες στα αγόρια, έπαιρνε αγκαλιά όσα πιο πολλά παιδιά μπορούσε και καθόταν δίπλα στο παράθυρο ή έξω στην αυλή όταν ο καιρός το επέτρεπε και τους διάβαζε ιστορίες από τα αγαπημένα της βιβλία!
Η ιστορία που τους άρεσε περισσότερο ήταν με τα δυο βατράχια που έπεσαν μέσα στο καζάνι με το γάλα.
Ο βάτραχος που τα παράτησε γρήγορα, πνίγηκε, αυτός όμως που συνέχισε να κολυμπάει κατάφερε και βγήκε γιατί το γάλα έπηξε με το χτύπημα κι έγινε γιαούρτι.
Πάντα διάλεγε διδακτικές ιστορίες για να τους μαθαίνει να μη τα παρατάνε στη ζωή τους ό,τι κι αν τους συνέβαινε!!!
Προσπαθούσε να τα απασχολεί όσο διάβαζαν τα μεγαλύτερα παιδιά και το έκανε με τον καλύτερο τρόπο, μεταδίδοντας τους την αγάπη της για τα βιβλία!!
Τον χειμώνα που σκοτείνιαζε νωρίς, άναβε το καντηλάκι μπροστά στις εικόνες και τους έλεγε ιστορίες από το νησί της
Λάτρευαν αυτές τις ιστορίες, αλλά πάντα τα μάτια της ήταν υγρά όταν τελείωνε κι όλο τα σκούπιζε κρυφά λέγοντας ότι χρειαζόταν οφθαλμίατρο.
Τι να τους έλεγε; Ότι έφυγε κρυφά από το νησί για να μην παντρευτεί αυτόν που ήθελαν τα αδέρφια της;
Ότι αυτός που είχε αγαπήσει και της υποσχέθηκε γάμο, εξαφανίστηκε μια μέρα εντελώς ξαφνικά χωρίς λόγο;
Ότι με τη βοήθεια του καπετάνιου και μιας μακρινής συγγένισσας του κατάφερε να μπει στο ίδρυμα , μόλις έμαθε ότι ήταν έγκυος, να γεννήσει εκεί και να παραμείνει σαν μανούλα για όλα τα παιδιά;
Τα όνειρα της για σπουδές ναυάγησαν, αλλά δεν την ένοιαζε πια, προτεραιότητα είχε η Ελπίδα της και ήταν ικανοποιημένη που την κράτησε και ζούσαν μαζί σ αυτό το ήρεμο περιβάλλον.
Όλα αυτά βέβαια τα έμαθε πολύ αργότερα η Ελπίδα, όταν ο πατερούλης του ιδρύματος ζήτησε να τον παντρευτεί και η Αρετούλα του είπε όλη την αλήθεια!
Ο πατερούλης τους; Τι να πει γι αυτόν;
Πάντα ήταν εκεί για να ακούσει τις ανάγκες τους και να παίξει μαζί τους.
Κουβαλούσε θαλασσόξυλα από την ακτή κι έλεγε ότι ήταν πειρατικά καράβια.
Αυτός ήταν ο καπετάνιος πειρατής και τα παιδιά το τσούρμο του.
Τι γέλια, τι φωνές, τι πλατσούρισμα στα νερά με ξυπόλητα πατουσάκια!!!!
Για να τα μαζέψει η μαμά Φλώρα την ώρα του φαγητού, αφού φώναζε μεριές φορές, υποσχόταν μεγάλη ανταμοιβή σε όποιον έφτανε στο τραπέζι με πλυμένα χέρια σε 10 λεπτά!
Η αμοιβή ήταν τα αγαπημένα τους μπισκοτολούκουμα με 2 λουκούμια μέσα.
Ήταν το μόνο που έπιανε κάθε φορά!!!
Τότε παρατούσε το πειρατικό καράβι κι ο πατερούλης κι απολάμβανε τον μεζέ που του έφερνε η μαμά Φλώρα.
Αλμυρό ψάρι, συνήθως ρέγκα και μια γουλιά ούζο, ίσα ίσα να πάρει δυνάμεις για τον επόμενο γύρο.
Το απόγευμα μετά το διάβασμα , τους μάθαινε ποδήλατο, μπάλα κι άλλα πολλά.
Ακόμα κι άλογο γινόταν για τα πιο μικρά.
Έπεφτε στα τέσσερα κι ανέβαιναν επάνω του για ατέλειωτες βόλτες.
Μπορεί να ήταν νεαρός στην ηλικία, αγαπούσε όμως πάρα πολύ τα παιδιά κι αφιέρωνε όλο τον χρόνο του σ αυτά .
Ένα τεράστιο χαμόγελο είχε χαραχτεί εδώ και ώρα στο πρόσωπο της Ελπίδας.
Πόσο της είχαν λείψει όλα αυτά!!!
Η αγαπημένη της οικογένεια!
Άκουσε την κόρνα από το ταξί και βγήκε από το ονειροπόλημα της.
Έβαλε το παλτό της, πήρε τη βαλίτσα της και ξεκίνησε.
Το τελευταίο κομματάκι σοκολάτας μέσα στην τσέπη του παλτό της , γλύκανε ακόμα περισσότερο την επιστροφή της.
Το Χριστουγεννιάτικο δεντράκι θα το στόλιζαν όλοι μαζί σε λίγο και δεν θα χώριζαν ποτέ ξανά.
Το όνειρο της Αρετούλας, αλλά και δικό της, έγινε πραγματικότητα.
Έγινε δασκάλα και θα δίδασκε στο δικό της σπίτι , τα δικά της παιδιά , αφού θα έμενε εκεί σαν μανούλα .
Γιατί πάντα υπάρχουν παιδιά που χρειάζονται μια μανούλα να τα αγαπάει κι ας μην είναι αυτή που τα γέννησε .
Αυτό η φανταστική ιστορία, συμμετέχει στη ''Φωτογραφική Πρόσκληση:24''που εμπνεύστηκε το Δελφινάκι μας από το περσινό φωτογραφικό αλφάβητο, δικό της δρώμενο και εκείνο.
Εδώ είναι η περσινή συμμετοχή μου με τις 24 φωτογραφίες μία για κάθε γράμμα του αλφάβητου. Οι φωτογραφίες μου ήταν:
Άλογο, βιβλίο, γιαούρτι, δεντράκι Χριστουγεννιάτικο, εικόνες, ζυμάρι, ηλεκτρική σκούπα, θαλασσόξυλα, ίδρυμα, κοτσιδάκι, λουκούμια, μπισκοτολούκουμο, νερά, ξυπόλητα πατουσάκια, ούζο, ποδήλατο, ραπτομηχανή, σοκολάτα, τυροψωμάκια, υφάσματα, φερμουάρ, χαμόγελο΄ψάρι, ώρα.
Αφού διάβασα και ξαναδιάβασα όλες τις λέξεις που έπρεπε να χρησιμοποιήσω κι αφού ετοίμασα διάφορα σενάρια, ένα για κάθε λέξη που όμως ήταν ασύνδετα μεταξύ τους, κατέληξα στο επικρατέστερο.
Αυτό που αναφερόταν στο ίδρυμα και προσπάθησα να συμπεριλάβω τις υπόλοιπες λέξεις φυσιολογικά!
Τελειώνοντας σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είναι η συνέχεια που σας είχα υποσχεθεί
εδώ και που με απασχολούσε καιρό .
Άλλαξα το όνομα της μιας μανούλας, πρόσθεσα και μερικές λεπτομέρειες και να το!!!!!!
ΣΥΝΝΕΦΟ, ΣΚΙΑΧΤΡΟ,ΓΑΙΔΟΥΡΑΚΙ, ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ, ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ.
5.H ευχή
Πάλι θα γίνω μούσκεμα, σκέφτηκε το σκιάχτρο!!!!!
Μαύρα σύννεφα σκέπασαν
τον ουρανό.
Θεέ των ανθρώπων, κάνε να γίνω
αληθινό αγόρι, να μπορώ να πηγαίνω στο βουνό καβάλα στο γαϊδουράκι μου να μαζεύω βατόμουρα για τη μανούλα μου, όπως ο
Γιαννάκης κι εγώ θα σου παίζω φυσαρμόνικα για όλη η μου τη ζωή!!!!
10.Την ώρα που έδυε ο ήλιος!!!!
Σε λίγο ο ήλιος θα έβαφε κόκκινο τον ορίζοντα!!!!
Ήλιε μου, εσύ που τα βλέπεις όλα από ψηλά, φέξε να βρω τον σωστό δρόμο!!!!
Μάζεψε σιγά σιγά τα πράγματά του, πέρασε η ώρα!!!!
Κάθε
μέρα οι ίδιες κινήσεις δύο χρόνια τώρα, από τότε που αγόρασε αυτό
το γαϊδουράκι και γυρίζει από χωριό σε χωριό πουλώντας
μικροπράγματα!!!!!!
Φόρτωσε τον κυρ-Μέντιο με τα μπαούλα του και ξεκίνησε παίζοντας τον ίδιο γνώριμο σκοπό!!!
Πως πέρασαν τόσα χρόνια;
Σαν να ήταν χθές ακόμη που όλη η οικογένεια μαζί χόρευε και γελούσε με αυτόν τον σκοπό!!!!!!
Σε ένα από τα ταξίδια του , ο πατέρας του, είχε φέρει μια φυσαρμόνικα!!!!!!
Είχε μάθει κι έπαιζε ένα πολύ ωραίο τραγουδάκι ο πατερούλης του!!!!!!
Η μανούλα του σιγοτραγουδούσε και αυτός μαζί με τις μικρές του αδελφές χόρευαν!
Δεν κατάλαβε σε τι έφταιξαν και έπαθαν τέτοιο κακό!!!!
Πότε και γιατί πήραν τον πατέρα τους στα τάγματα εργασίας;
Πότε και γιατί βρέθηκαν με ότι φορούσαν και ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν στην προκυμαία;
Μπρος
η μάνα κρατώντας από το χέρι τις δυο μικρότερες αδερφές του και πίσω
αυτός κρατώντας με το ένα χέρι τον μπόγο με τα ρούχα και με το άλλο τη
φυσαρμόνικα που του έδωσε ο πατερούλης του , την ώρα που τον έπαιρναν
μακριά τους!
Ούτε κατάλαβε πως βρέθηκε στο νερό!
Πάει ο μπόγος των ρούχων, αλλά κρατάει γερά την φυσαρμόνικα, δεν την αφήνει για να κολυμπήσει!!!!
Ένα χέρι τον τράβηξε και τον πέταξε σαν βρεγμένο γατί μέσα στο καράβι, σε ένα άλλο όμως καράβι!!!
Την έλεγαν το σκιάχτρο!
Δεν είχε πια όνομα!!!
Από τότε που πάντρεψε τα κορίτσια και τραβήχτηκε στην άκρη του χωριού σε μια παράγκα , έτσι την φώναζαν!!
Έβγαινε κάθε απόγευμα , όταν έβαφε ο ήλιος κόκκινο τον ορίζοντα!
Θυμόταν άλλες εποχές, μακρινές, χαρούμενες!
Τότε που πήγαιναν όλοι μαζί με το καραβάκι τα καλοκαίρια στο εξοχικό τους , στο Κορδελιό!
Γίνονταν ένα με αυτούς που δούλευαν στα χωράφια τους!
Τα παιδιά χάνονταν για ώρες στο δάσος για να μαζέψουν βατόμουρα να τους φτιάξει το αγαπημένο τους γλυκό!!
Δεν τους εμπόδιζε η θρησκεία , ούτε η κοινωνική τους θέση να είναι φίλοι όλοι μαζί!
Πως έγινε το κακό, ούτε που το κατάλαβε!!
Μεγάλος ο καημός της!!
Που να είναι το τζιέρι της, το γιαβρί της, ζει , πέθανε;
Ας το μάθει πριν κλείσει τα μάτια της!!!
Ήλιε μου, εσύ που τα βλέπεις όλα από ψηλά, φέξε να βρει τον σωστό δρόμο, αν ζει!!!
Αχ, χάνει τα λογικά της!
Τι είναι αυτό που ακούει;
Ο ίδιος σκοπός!
Τρέχει , σκοντάφτει, θέλει να μάθει , ποιος είναι αυτός που παίζει με την φυσαρμόνικα αυτόν τον σκοπό;
Αχ, χάνει τα λογικά του!
Τι είναι αυτό που κατεβαίνει από ψηλά, τυλιγμένο σε ένα σύννεφο σκόνης;
Ένα μαύρο σκιάχτρο!!!!
Θεέ και Κύριε!!!!!
Τζιγιέρι μου, γιαβρί μου!!!!!!!
Ένας σωρός από ρούχα, τέσσερα χέρια, δυο καρδιές, δάκρυα, γέλια, όλα μαζί έγιναν κουβάρι και σωριάστηκαν στο χώμα!
Ο
ήλιος τους χάιδεψε με μία αχτίδα , πριν πάει ήσυχος να πει στον
πατερούλη τους, ψηλά στον ουρανό, ότι έφεξε καλά, βρήκαν τον δρόμο
τους!!!
ΕΔΩ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ!!!!!
http://texnistories.blogspot.gr/search?updated-max=2012-10-12T14:39:00-07:00&max-results=25&start=2&by-date=false
ΑΡΙΘΜΟΣ, ΚΕΡΗΘΡΑ, ΖΟΥΜΙ, ΕΙΚΟΝΑ ΓΥΑΛΙΑ.
ΑΥΤΕΣ ΗΤΑΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΚΑΙ ΠΗΡΑ ΜΕΡΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΙΣΤΟΡΙΕΣ!!!!
1 ΤΟ ΒΑΖΟ ΜΕ ΤΟ ΓΛΥΚΟ!!!!!!!
Το ξύλινο ρολόι στη σάλα χτύπησε 12 φορές!!!!
Σαν να μη πέρασε μια μέρα!!!!
Ο ίδιος γνώριμος ήχος!!!!!
!!!!!!
Οι ίδιοι φωτεινοί
αριθμοί!!!!!!!!!!
Λες και είναι μάτια που μέσα στο σκοτάδι με κοιτάζουν!!!!!
Μοιάζουν με αστέρια στον ουρανό, έτσι με έμαθες να τα βλέπω
γιαγιάκα μου!
Όταν ήμουν μικρή, μου κρατούσαν συντροφιά, μέχρι να με πάρει
ο ύπνος!!!!!!!
Πόσο λυπάμαι που δεν πρόλαβα να σε φιλήσω για τελευταία
φορά!!!!!!!!!
Πάνε 10 χρόνια από τότε που έφυγα στην Αμερική για να
σπουδάσω κι έμεινα εκεί!!!!!!!!
Το σπίτι δεν είναι ίδιο χωρίς εσένα!!!!!!!!!!
Κάθε μέρα μας περίμενε μια έκπληξη μόλις γυρίζαμε από το
σχολείο, πότε ένα καινούργιο γλυκό, πότε μια καινούργια ιστορία!!!!!!!!!!
Είχες πάντα ένα καλό λόγο για όλους μας, ακόμη και για τους
πιο ζωηρούς!!!!!!!!!!
Ήξερες πώς να μπαλώνεις τις καταστάσεις και να μη παίρνουν
μυρωδιά ο πατέρας και η μάνα μας από αυτά που σκαρώναμε εγώ και τα αδέρφια
μου!!!!!!!!!!!!
Δεν θα ξεχάσω τι έγινε τη μέρα της γιορτής σου, σαν σήμερα
της Αγίας Σοφίας!!!!!!!!!
Ήρθαν όλες οι θείες και οι θείοι μαζί μα τα παιδιά τους, τα
ξαδέρφια μου, να σου ευχηθούν για την γιορτή σου!!!!!!!!
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα είχαμε πανηγύρι!!!!!!!!
Από το πρωί μαγειρεύατε μη τη μαμά και να οι μουσακάδες, να
τα κεμπάπ, να τα ντολμαδάκια, οι τζιγεροσαρμέδες και ό,τι άλλο νόστιμο έμαθες
να φτιάχνεις από την Πόντια μαμά σου!!!!!!!
Έφτιαχνες κι εκείνο το παράξενο φαγητό μέσα στην πήλινη
γάστρα με τα πολλά και διαφορετικά κρέατα και τα ακόμη περισσότερα
μυρωδικά!!!!!!!
Το μυστικό όμως ήταν, ότι έκλεινες το καπάκι της γάστρας
γύρω γύρω με κερήθρα, για
να σιγοβράσει στο ζουμί
του!!!
Μετά, στρώναμε το άσπρο λινό τραπεζομάντιλο και βγάζαμε τα
καλά πιάτα , τα καλά μαχαιροπίρουνα , τα κρυστάλλινα ποτήρια!!!!!
Όλα αυτά για σένα γιαγιάκα μου!!!!!!!
Τι γλέντια, τι τραγούδια, τι χαρούμενες φωνές!!!!!
Αθάνατη Ελληνική οικογένεια!!!!!!!!!
Πόσο μου είχαν λείψει όλα αυτά στον ξένο τόπο!!!!!!
Η φυλή μας έχει γνωρίσει πάρα πολλές προσφυγιές και άλλες
τόσες μεταναστεύσεις, δεν ξεχνά όμως τούς δεσμούς της οικογένειας κι ελπίζω ότι
τώρα θα ενισχυθούν ακόμη περισσότερο!!!!
Στα δύσκολα γινόμαστε όλοι μια γροθιά!!!
Μετά τα ωραία φαγητά , λοιπόν, έρχονταν πάντα τα γλυκά κι αυτά φτιαγμένα από
τα χεράκια σου!!!!!!!!
Έτσι κι εκείνη τη μέρα, ήρθε η ώρα του γλυκού!!!!!
Κερασάκι από τα χεράκια σου!!!!!!
Το έφτιαχνες μόλις έβγαιναν τα κεράσια και προσπαθούσες να
κρατήσεις ένα βάζο για την ημέρα της γιορτής σου!!!!!!!!
Προσπαθούσες δηλαδή να βρεις σίγουρο μέρος για να το κρύψεις
από τα αδέρφια μου και από μένα , ιδίως από μένα που το λάτρευα και το
λατρεύω!!!!!!
Έβγαλες τον μεγάλο ασημένιο δίσκο με το κατάλευκο δισκόπανο,
έβαλες επάνω το βάζο με το γλυκό και ολόγυρα τα πιατάκια και τα κουταλάκια!!!!!
Ανοίγει το βάζο ο πατερούλης μου, ο γιόκας, να κεραστεί
πρώτος, σαν πιο μεγάλος!!!!!!!!
Έβαλε μέσα το
κουταλάκι και όταν το έβγαλε πουθενά κεράσια, μόνο ζουμί, ένα κατακόκκινο ζουμι!!!!!!!!!!
Τι έγινε μάνα , ξέχασες να βάλεις κεράσια μέσα;
Όχι, δεν είναι δυνατόν, αφού εχθές που άνοιξα το βάζο, έφαγα
, ένα κερασάκι!!!
Τι έκανα η κακούργα, άδειασα σιγά σιγά όλο το βάζο!!!!!!!
Και τώρα;
Η γιαγιάκα μου με μια ματιά της κατάλαβε και έσωσε την
κατάσταση!!!!!!!
Λάθος βάζο γιόκα μου, είπε κι έφερε γρήγορα ένα άλλο!!!!!!!!
Αυτό τέλειωσε και το κράτησα για να βάζουν τα παιδιά επάνω
στο παγωτό τους λίγο σιρόπι!!!!!!!
Δεν φταίω εγώ γιαγιάκα μου, που βρήκα πού έκρυβες το κλειδί
από το ντουλάπι!!!!!!!
Έπαιζα μια μέρα στην αγαπημένη μου κρυψώνα, κάτω από το
στρογγυλό τραπέζι με το μεγάλο κεντημένο τραπεζομάντιλο!!!!!!!
Πόσες φορές δεν μου είπες την ιστορία του!!!!!!
Κι εγώ τη ζητούσα ξανά και ξανά!!!!!!!
Ήθελα να ακούω συνέχεια, πώς τότε που ήσουν μικρό κοριτσάκι,
φύγατε από τον Πόντο, μόνο με τη μάνα σου και τα αδέρφια σου!!!!!!
Εσύ σαν μεγαλύτερη, 8 χρονών τότε, είχες δέσει επάνω σου το
κεντημένο τραπεζομάντιλο και μέσα είχες κρυμμένη την εικόνα της Παναγιάς μας, ιερό κειμήλιο, το
μοναδικό που φέρατε από τα Άγια εκείνα χώματα!!!!!!!!
Πόσο μου άρεσε να παίζω μέσα στο δωμάτιο σου που μύριζε
λιβάνι και θυμίαμα!!!!!!
Ήταν το βασίλειο μου!!!!!!!
Μια μέρα που άνοιξες το ντουλάπι με το γλυκό, σε είδα να
βγάζεις το πολύτιμο κλειδάκι μέσα από τη θήκη των γυαλιών σου!!!!!
Δεν είχες πάρει είδηση ότι εγώ ήμουν κάτω από το τραπέζι κι
έπαιζα!!!!!
Από εκείνη τη στιγμή με έβαλες σε πειρασμό γιαγιάκα μου,
περίμενα πότε θα κοιμηθείς για να
αφήσεις επάνω στο τραπέζι την θήκη που μόνο τότε την αποχωριζόσουν!!!!!
Έτσι , κάθε μεσημέρι που πήγαινες για ύπνο, εγώ ξεκλείδωνα
το ντουλάπι άνοιγα το βάζο προσεκτικά κι έτρωγα ένα, μόνο ένα κερασάκι!!!!!!
Τι αξία έχει ένα κερασάκι;
Την παραμονή της
γιορτής σου, δηλαδή, είχα φάει και το τελευταίο
η κακούργα και δεν το είχα καταλάβει!!!!!
Εσύ όμως γιαγιάκα μου, είχες κι άλλο βάζο κι έσωσες την
κατάσταση κι εμένα!!!!!!!!
Πονηρή κι έξυπνη γιαγιούλα μου, πού είχες κρύψει το άλλο
βάζο;
Δεν θα το μάθω ποτέ!!!!!
2 ΤΟ ΛΑΧΕΙΟ!!!!!!
Τα έκανα γυαλιά καρφιά σήμερα,
φιλενάδα!!!!!!!!!
Γιατί;
Αγόρασα ένα λαχείο και δεν ξέρω που
το έβαλα!!!!!!!
Είδα τον κατάλογο του λαχειοπώλη και
νομίζω ότι ο δικός μου αριθμός
κερδίζει!!!!!!!
Άνοιξα συρτάρια , ανακάτεψα κουτιά ,
τίποτα!!!!!!!!
Εύχομαι να μην είμαι εγώ η τυχερή,
γιατί θα πέσω από τον Λευκό Πύργο!!!!!!
Θα πλήρωνα το δάνειο και θα
σωζόμουν!!!!!!!!
Ας βρω το λαχείο Παναγίτσα μου, και
θα σου φέρω μια ασημένια εικόνα στη Χάρη σου και μια λαμπάδα από
γνήσια κερήθρα στο μπόϊ
της Sklenarikova, πού χάθηκε
αυτή αλήθεια,
γιατί εγώ είμαι κοντή, τσιγγουνιές
θα κάνουμε;
Αν δεν το βρω , ας μην έχω
κερδίσει!!!!!!
Που να το έχω
βάλει;
Ψυχραιμία!!!!!!!
Για
σκέψου!!!!!!!
Τι κινήσεις έκανες όταν αγόρασες το
λαχείο και γύρισες σπίτι;
Πήρα μια μεγάλη
κατσαρόλα!!!!!!!
Ναι και
μετά;;
Έβαλα μέσα την κερήθρα με το μέλι που αγόρασα από την
λαική!!!!!!
Γιατί;
Τι
γιατί;;;;;
Γιατί το πήρα από τη
λαϊκή;
έχει καλύτερες τιμές και είναι και
ωραίος εκείνος ο ξανθούλης!!!!!!!
Την περασμένη εβδομάδα μου
είπε………….
Όχι, γιατι έβαλες την κερήθρα στην
κατσαρόλα, ξέχασες ότι προσπαθούμε να βρούμε το
λαχείο;;
Θυμήσου όλες τις κινήσεις
σου!!!!!!!
Αααααααααα!!!!!!
Την έβαλα για να πάρω το μέλι για τα
μελομακάρονα που θα κάνω τον άλλο μήνα και να δώσω την κερήθρα να μου την κάνουν
κεριά , να τα ανάβω όταν πηγαίνω στο εκκλησάκι του χωριού μου, τον Αη Νικόλα ,
μεγάλη η χάρη του!!!!!
Μοσχομυρίζουν όταν ανάβουν , όχι σαν
τα άλλα που είναι από παραφίνη, πφ, βρωμάνε, σχώρα με Παναγίτσα
μου!!!!!!
Στο θέμα
μας!!!
Ποιο θέμα
μας;
Το
λαχείο!!!!!!!!
Μετά τι άλλο
έκανες;;;;;;;;;;;;;;;
Α, έκανα και μουσταλευριά
!!!!!!!
Να σου πω μια συνταγη για
μουστοκούλουρα , να γλύφεις τα δάχτυλά σου!!!!!!!!
Παίρνουμε μια
κούπα…….
Σταμάτα σταμάτα, έφυγες πάλι από το
θέμα μας!!!!!!!!!!
Δεν μου είπε την συνταγη η Σταμάτα
του θείου Μήτσου, η Αγλαία της θείας Μερώπης μου την
είπε!!!!
Άσε την συνταγή, άλλο είναι το θέμα
μας!!!!!
Ποιο θέμα
μας;
Το
λαχείο!!!!!!
Α,
καλά!!!!
Λοιπόν, παιρνουμε μια κούπα ζουμί από καθαρό σταφύλι,
μούστο δηλαδή!!!!!!!!!
Αυτό τώρα πού
κολλάει;
Να σου πω την συνταγή,
γράφε!!!!!!!
Ε, δεν παίζεσαι
εσύ!!!!!!!!
Το λαχείο δεν
ψάχνουμε;
Ποιό
λαχείο;
Εκείνο που ίσως κέρδισε και δεν
ξέρεις πού το έβαλες;
Δεν είναι να απορεί κανείς που δεν
θυμάσαι!!!!!!!!!
Έχεις αλλάξει θέμα 10
φορές!!!!!!
Αφού είπες να θυμηθώ όλες τις
κινήσεις μου, αυτό κάνω!!!!!!
Μισό λεπτό, να βρω το βιβλίο με τις
συνταγές, να σου την πω ακριβώς, γιατί έχει σημασία η λεπτομέρεια για τα
μουστοκούλουρα!!!!!!!
Η θεία Μερώπη
λέει………
Λοιπόν, φεύγω, με έσκασες και ψάξε
μόνη σου!!!!!!!
Στη σελίδα 20 που την έχω τσακίσει
και γράφει προφιτερόλ, εκεί έχω γράψει την
συντα………….
Αααααααααααα!!!!!!!
Το
λαχείο!!!!!!!!!!!
Το έβαλα για σελιδοδείκτη για να βρω
εύκολα τα μουστοκούλουρα!!!!
Καλά μου είπες να θυμηθώ ολες τις
κινήσεις μου και θα το βρώ!!!!!
Για να δω τον αριθμό και αν έχω
κερδίσει φιλενάδα θα σου αγοράσω εκείνα τα πέδιλα που είδες και θέλουν ένα μισθό
για να τα πάρεις!!!!!!
Κρίμα, είναι
αμορτί!!!!!!
Θα σε κεράσω μόνο ένα καφέ και την
άλλη φορά που θα ξαναπάρω λαχείο παρακάλα να είναι πιο
τυχερό!!!!!!!!!!
Ναι και να μη το βάλεις για
σελιδοδείκτη στα μουστοκούλουρα που είναι στη σελίδα με το
προφιτερόλ!!!!!
Γιατί;
Δεν το
βρήκα;;;;;;;;;;
3 ΕΝΑ
CABRIOLET ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ!!!!!!!!!
Να το οδηγώ και να
τρέχω σε μεγάλους δρόμους!!!!!!
Αυτή την
εικόνα ονειρευόμουν από
μικρή!!!!!!!!
Αφού δεν μπορώ να το
αγοράσω, είπα να νοικιάσω ένα να μου φύγει το
μεράκι!!!!!!!
Που πας όμως Καραμήτρο
χωρίς χάρτη σε μέρη που δεν τα ξέρεις;
Έβαλα μια μαντίλα αλά
Ισιδώρα Ντάνκαν, γυαλιά
chanel πήρα και μια βαλίτσα
louis vuitton και ξεκίνησα για το
ταξίδι μου!!!!!!
Ξαφνικά σε μια ανηφόρα
ακούγεται ένας θόρυβος από τη μηχανή !!!!!!
Γκουπ γκουπ γκαπ και
σταμάτησε το αυτοκίνητο!!!!!!!
Ένα
μαύρο
ζουμί έτρεχε στην
άσφαλτο!!!!!
Τώρα
;;;;;;
Τι
κάνω!!!!!!!
Που
είμαι;;;;;;;;;;
Δεν σου το έλεγα εγώ
πριν ξεκινήσεις ότι χρειάζεσαι χάρτη κι όχι μαντίλα και γυαλιά, μου είπε η φωνή
της συνείδησης μου!!!!!!
Εσυ που να ακούσεις,
ήθελες μόνο να οδηγήσεις το cabriolet!!!!!!!
Σαν να ακούω κάτι,
σταμάτα με μαλώνεις μετά!!!!!!!!
Ευτυχώς , γιατί θα με
φάνε οι λύκοι!!!!!!
Να σε φάνε, να βάλεις
μυαλό!!!!!!
Ελπίζω να φανεί ένα
jeep!!!!!
Ωχ, τι είναι
αυτό;
Τρακτεεεεεεεεεερ;;;;;;;
Και πολύ σου είναι,
θέλεις και jeep τρομάρα
σου!!!!!!!!
Σώπα σου
λέω!!!!!!
Τι έπαθες
μανάριμ’;;;;;;;;
Εγώ τίποτα, το
αυτοκίνητό μου κάτι έπαθε!!!!!!!!
Έχει συνεργείο εδώ
κοντά;;;;;;;
Ιδώ κουντά;;;;;;
οϊ!!!!!!!!!
Ταχιά του προυϊ, θα συ
κατηβάσου στην χώρα, αλλά τώρα έλα μαζίμ να συ κιράσω κάτι της΄γιατί συ βλέπου
πουλύ λιανή!!!!!!
Εγώ να ανέβω στο
τρακτέρ;
Ε, στου τρακτέρ που
αλλού, άμα θες, αλλιώς πηρίμηνει μη αύριου του προυί να
ξανάρτου!!!
Ανέβα, ανέβα , μου
φωνάζει η συνείδηση μου, είναι κι ωραίος!!!!!!!
Ανέβηκα στο τρακτέρ
μαζί με άπειρο
αριθμό πουλερικών που είχε
στην καρότσα!!!!!!!!
Εκείνος οδηγούσε όλο
καμάρι κι εγώ πού να κρυφτώ;;;;;;
Είχα και τη φωνή τα
συνείδησης μου να μου γελάει κατάμουτρα!!!!!!!!
Ήθελες και βουιτον
βαλίτσα, μη …έσω!!!!!!!!!!!
Πάει με τα κοτόπουλα
χιχιχιιχιχιχι!!!!!!!!
Σταμάτησε το τρακτέρ
στη μέση της πλατείας και με ΒΟΗΘΗΣΕ να
κατέβω!!!!!!!!
ΤΡΑΒΗΞΕ την καρέκλα να
καθίσω!!!!!!!
Παράγγειλε ουζάκια και
μεζέδες, όλα βιολογικά, χωρίς ορμόνες!!!!!!
Τι νοστιμιά ήταν αυτή
θεούλη μου!!!!!!
Στο τέλος σήκωσε και το
πιάτο της σαλάτας και ήπιε το
ζουμί
της!!!!!!
Άλλο που δεν ήθελα κι
εγώ, σήκωσα κι εγώ το δικό μου!!!
Μετά τα 5 ουζάκια , το
savoir vivre, έπεσε στο βωμό της
υπαίθρου!!!!!!!!
Μπράβο ζαργάνα μ’ λέει
και μου δίνει μια στην πλάτη, με σακάτεψε!!!!!!!!
Αλλά το ευχαριστήθηκα,
γιατί έκανε και μια κολοτούμπα η έξυπνη φωνούλα που όλο με μαλώνει από μέσα
μου!!!!
Όταν ήρθε ο λογαριασμός
κι έκανα να πληρώσω, μόνο που δεν έκανε
χαρακίρι!!!!
Στου χουριομ’ κι θα
πληρωσ’ γναίκα;
ΤΟΝ ΠΛΗΡΩΣΕ ΜΟΝΟΣ
ΤΟΥ!!!!!!
Σας έχει συμβεί αυτό
ποτέ τα τελευταία 30 χρόνια;;;;;;;;;;;
Και η βραδιά μας
έκλεισε με ένα πιάτο αχνιστούς λουκουμάδες με μέλι και κομμάτια
κερήθρας!!!!!!!!!!!!
Μήπως να δηλώσω
παραίτηση και να κάτσω για πάντα στο
χωριό;;;;;;;;;;;;;;
Ναιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Ήταν η φωνή της
συνείδησης μου κάτω από το τραπέζι που είχε πέσει και δεν έσκυψα να την
μαζέψω!!!!!!!
Μήπως ξέρετε το
τηλέφωνο της οδικής βοήθειας να μαζέψουν αύριο το cabriolet;
4 ΑΠΟΓΟΝΟΣ ΤΟΥ
ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ !!!!!!
Από χθες, βράζω
στο
ζουμί
μου!!!!!!!
Γιατίιιιιιιιιιιιι!!!!!!!
Είναι να ρωτάς χρυσή
μου γιατί!!!!!!
Εγώ είμαι η κυρρρρία
Ζουμπουρλάκη με το όνομα, δεν μπορεί η κάθε μια δημοσιογάφα να μου χαλάει
την
εικόνα
μου!!!!!!!
Πως θα πάω αύριο να
παίξω μπιρίμπα, με τις άλλες κυρίες της σειράς
μου!!!!!!
Τι έκανα η
καημένη;
Έφαγα λίγη
κερήθρα με τα δάχτυλα και
τσουπ με φωτογράφισε!!!!!
Μα να μη καταλάβω ότι
με κυνηγούσαν οι παπαράτσοι!!!!!
Τρώγετε διαφορετικά η
κερήθρα;
Που να ξέρουν, πως
όταν ήμουν μικρή και πηγαίναμε στο χωριό μας, γιατί κι εγώ από χωριό είμαι, μη
βλέπετε που δεν το λέω, με ανέβαζε ο παππούς μου στο γαϊδουράκι και πηγαίναμε
στο βουνό να βρούμε άγριες κυψέλες!!!!!!
Άναβε μια φωτιά να
φύγουν οι μέλισσες και μετά μου έδινε ένα μεγάλο κομμάτι κερήθρα κι εγώ το
έτρωγα μέχρι το βράδυ!!!!!
Αν ψάξουν το
γενεαλογικό μου δένδρο, χάθηκα!!!!!!!!!
Εγώ τους έχω πει ότι η
σκούφια μου βαστάει από το Βυζάντιο!!!!!
Κατευθείαν απόγονος των
Παλαιολόγων!!!!!!
Τι το θελα η
ξιπασμένη!!!!
Δεν μπορεί να
κοκορεύεται η κυρία Τουλουμοτύρη για τη δική της καταγωγή κι εγώ
όχι!!!!!!
Επειδή έχει
μεγάλο αριθμό από καράβια, είναι πιο άξια από
μένα;;;;;;;;;
Αχ παππούλη μου, πως θα
σε κοιτάξω στα μάτια όταν έρθω στο χωριό;;;;;;;
Καλά που δεν βλέπεις
και πολύ καλά πια, ούτε ακούς, θα βάλω και τα μεγάλα μαύρα Dior γυαλιά
μου και θα πω ότι
έβγαλα κριθαράκι στο μάτι μου!!!!!!!
Αν δεν με πάρουν είδηση
και αυτή τη φορά , σου τάζω να σε πάω βόλτα στο βουνό για άγριες κυψέλες με το
καινούργιο μου jeep tseroki
!!!!
Μη μεμαρτυρήσεις
παππούλη μου αν έρθει καμία δημοσιογράφα, τι να κάνω κι εγώ η καημένη, αφού
αυτές θέλουν μεγαλεία , μεγαλεία κι εγώ τις
παρουσιάζω!!!!!!!
Θα πάω όμως σε έναν
ντεντέκτιβ , να ψάξει το γενεαλογικό δένδρο από μερικές, γιατί είμαι σίγουρη ότι
από κάποια στάνη κατάγονται κι αυτές!!!!!!
Φεύγω φεύγω, με
περιμένει η κυρία Ξερόλα για μία παρτίδα breeze!!!!!!!!
5
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ!!!!!!!!!!
Πριν πάρα πολλά χρόνια,
είχαν αγιογραφήσει μέσα σε μία σπηλιά, την εικόνα της Παναγίας
μας!!!!!!!!!
Όλο έλεγα πως θα πάω κι
όλο κάτι τύχαινε και δεν πήγαινα!!!!!!!!
Είναι θαυματουργή , μου
είπαν!!!!!
Η Παναγία μας , ακούει
πάντα τις προσευχές μας όπου και να είναι , όπου και να
είμαστε!!!!!!!
Αυτήν ιδικά την εικόνα
την έφτιαξε με κερήθρα
ένας παππούλης που
ζούσε για πολλά χρόνια σαν ασκητής, μέσα στην
σπηλιά!!!!!!!!
Εφέτος το καλοκαίρι
όμως, κατάφερα και πήγα!!!!!!!!
Ο αριθμός
των προσκυνητών, ήταν
μεγάλος και η ουρά έφτανε μέχρι κάτω στη
θάλασσα!!!!!!!
Θα περιμένω , είπα, δεν
θα φύγω όσο κι αν καίει ο ήλιος, όσο κι αν τρέχει ζουμί ο ιδρώτας στην πλάτη
μου!!!!!!!!
Πάντα ζητάμε την
βοήθειά της, όταν έχουμε ανάγκη κι αυτή μας
ακούει!!!!!!!!!!
Μετά από δύο ώρες
ανάβαση , έφτασα μπροστά στην Εικόνα της!!!!!
Τα πόδια μου
λύγισαν!!!!!!!
Τι φως έβγαινε από το
γλυκό της πρόσωπο!!!!!!!
Έβγαλα
τα
γυαλιά μου και σκούπισα τα
μάτια μου, που έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα χωρίς να το
θέλω!!!!!!!
Προσκύνησα και
παρακάλεσα την Παναγία μας, να προστατεύει τα παιδιά
μας!!!!!
Έφυγα με ανάλαφρη
καρδιά!!!!!!!!
Ο δρόμος της
επιστροφής, ήταν πιο εύκολος!!!!
Είχε πέσει ο ήλιος,
ήταν και κατηφόρα, έφτασα γρήγορα στο καραβάκι που μας περίμενε για την
επιστροφή!!!!!!!
Εύχομαι να μπορέσω να
ξαναπάω και του χρόνου!!!!!!!!!
6 ΕΙΣ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΨΗΛΑ
ΕΚΕΙ!!!!!
Μη μη, φύγε, δεν σε
πειράζω!!!!!!
Έλεγα κι έφευγα πίσω
πίσω!!!!!!
Άρχισα να τρέχω, για να
γλυτώσω από την αρκούδα!!!!!!!
Είχε βρεθεί στο δρόμο
μου, ή μάλλον εγώ είχα βρεθεί στον δικό της!!!!!
Έτρωγε μέλι από μία
κερήθρα κι έτρεχαν
τα
ζουμιά ανάμεσα από τα δάχτυλά
της!!!!!
Από την αγωνία μου,
έχασα τα γυαλιά μου και δεν έβλεπα
κατά πού πάω!!!!!!!!
Είχαμε πάει μία εκδρομή
ψηλά στο βουνό κι εγώ, εκεί που θαύμαζα την φύση, ξέκοψα από την υπόλοιπη παρέα
και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με την αρκούδα!!!!!!
Η εικόνα
που αντίκρισα μπροστά
μου, με κοκάλωσε για μια στιγμή!!!!!!!
Ευτυχώς που ήταν πολύ
απασχολημένη με τη λιχουδιά που βρήκε και δεν μου έδωσε καμία
σημασία!!!!!!!
Έχει μεγάλο
αριθμό από μελίσσια στα βουνά
και οι αρκούδες δεν μπορούν να αντισταθούν!!!!!!
Έτρεχα έτρεχα κι όλο
στο ίδιο μέρος ήμουν!!!
Ακόμη λίγο , ακόμη λίγο
και θα είμαι μακριά της!!!!!!!
Τα πόδια μου είναι
βαριά σαν σίδερο, μα γιατί δεν προχωράω;
Ε, τι, πως, τι
συμβαίνει;
Ποιος με
σκουντάει;
Άσε με να
τρέξω!!!!!!
_ Δεν τρέχεις,
κλοτσάς!!!!!!!!!!
Ποιος ,
εγώ!!!!!
Ναι , εσύ, δεν σου είπα
να μη φας πολύ βραδιάτικα;
Μου λέει ο καλός μου
όλο γλύκα!!!!!
Έτσι εξηγείτε
λοιπόν!!!!!
Πάει η αρκούδα, πάει
και το μέλι, πάει και η αγωνία μου!!!!
Αχ, γλύτωσα , όνειρο
ήταν και πάει!!!!!!!!
ΤΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΑΚΙΑ
-Καλημέρα λουλουδάκια μου, καλημέρα τριανταφυλλιές μου!!!!
Είχε δίκιο τελικά η κυρά Χαρίκλεια για τη στάχτη.
Την άπλωσα στο χώμα γύρω από τον κορμό σας και μια στάλα νερό για να περάσουν τα στοιχεία της στις ρίζες σας και κοιτάξτε τι όμορφα μπουμπούκια βγάλατε!
-Καλημέρα κυρία Μερόπη μου, καλώς τα δέχτηκες. Έμαθα πως γύρισε ο γιος σου με το πτυχίο του, επιστήμονας πια!!!!!!
-Καλημέρα και σε σένα κυρία Ζωή μου, ευχαριστώ πολύ!
(Πότε κιόλας το έμαθε κι από πού; Εχθές τα μεσάνυχτα γύρισε το παλικάρι μου..)
-Καλή σταδιοδρομία τώρα και μια καλή νύφη. Έχει πολλά και καλά κορίτσια ο τόπος μας κι αν χρειαστείτε τη βοήθεια μου, πολύ ευχαρίστως .
-Ας βρει δουλειά πρώτα κυρά Ζωή μου και βλέπουμε μετά για τη νύφη.
(Ακούς εκεί να χρειαστούμε τη βοήθεια της. Κι εμείς τι κάνουμε δηλαδή; Δεν ξέρει η μανούλα ποια νύφη ταιριάζει στο γιο της και ξέρει η προξενήτρα; Σιγά να μη σου παραδώσω την εξουσία μανδάμ!!)
-Πάω τώρα μέσα γιατί νομίζω ξύπνησε και με φωνάζει και τα λέμε άλλη ώρα.
-Με ποια μιλάς βρε μάνα πρωί πρωί και μου πήρατε τα αυτιά;
-Έμαθαν οι γείτονες ότι ήρθες παλικάρι μου και σου στέλνουν τα συγχαρητήρια για το πτυχίο σου .
-Να είναι καλά οι άνθρωποι. Να πιω τον καφέ μου και να φύγω γιατί με περιμένει ο πατέρας στο χωράφι να τον βοηθήσω στο φόρτωμα. Μέχρι να βρω δουλειά θα πηγαίνω κάθε μέρα μαζί του να τον ξεκουράσω λίγο.
-Να πας γιε μου , να πας . Πολύ θα το χαρεί. Κι εγώ έχω μια δουλειά να κάνω στην πόλη και μετά θα σου ετοιμάσω το αγαπημένο σου φαγητό!!
Όλο χαρά η κυρία Μερόπη, ντύθηκε στολίστηκε κι ετοιμάστηκε για την ιδιαίτερη αποστολή που έβαλε στο μυαλό της.
Με φούρια άρπαξε την τσάντα της και το βάζο με το γλυκό πορτοκάλι και κατέβηκε με βιασύνη στον κήπο!
-Ήρθε η ώρα να αποχωριστώ ένα από εσάς μπουμπουκάκια μου, αλλά θα είναι για καλό σκοπό.
Δεν πειράζει που θα μείνετε 4, γρήγορα θα ανοίξουν κι άλλα.
Καλέ, που είναι το πέμπτο; Τώρα τα μέτρησα.
Φεύγω τώρα και μετά θα ανακαλύψω τον ένοχο της κλοπής.
-Ποιος καλός άνεμος σας φέρνει στο ιατρείο μου κυρία Μερόπη;
-Ήρθα για κείνες τις εξετάσεις που λέγαμε Αννούλα μου και με την ευκαιρία σου έφερα λίγο από το καινούργιο μου γλυκό κι ένα λουλουδάκι από τον κήπο μας.
-Αμέσως να σας τις γράψω, είπε η Αννούλα κι άφησε από τα χέρια της ένα τριανταφυλλένιο μπουμπούκι.
-Ποιες εξετάσεις καλέ; Εγώ τώρα έγινα περδίκι , δεν με πονάει τίποτα!
Φεύγω φεύγω, έχω δουλειές με φούντες, άλλη φορά οι εξετάσεις!!!
Έκπληκτη η Αννούλα, κοίταζε μια τα δυο μπουμπούκια και μια την πόρτα από όπου βγήκε τρέχοντας η κυρία Μερόπη.
-Σου δίνω άφεση κύριε κλέφτη, χαλάλι της τα δυο μπουμπουκάκια, μουρμούριζε, καθώς έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού πετώντας!!
Αλλά να μη καταλάβω κάτι. Κι ύστερα σου λένε ότι οι μανούλες έχουν το χάρισμα της διαίσθησης!!!!
Μας έβαλαν τα γυαλιά μανούλα και προξενήτρα!!!!
Υ.Γ. Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο «παίζοντας με τις λέξεις» που διοργάνωσε για άλλη μια φορά η
Μαρία στο μπλογκ της, Με ένα χάρτινο καραβάκι.
Διαβάστε εκεί όλες τις συμμετοχές.
Σ ευχαριστούμε πολύ για άλλη μια φορά Μαρία μου.
Γεια σου Ρένα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι κούκλες φανταστικές! Προσωπικά είχα πολύ καιρό να ασχοληθώ με το blog μου. Δημιούργησα ένα καινούργιο σήμερα. Σου έστειλα αίτηση φιλίας. Έχω πρόβλημα με τη μέση μου αλλά μπόρεσα και έκανα τρεις κουμπαράδες για τα παιδάκια του χωριού SOS. Ανοιξε το blog μου (meroulasart.blogspot.gr)για να τους δεις. Στείλε και καμιά ενημέρωση στην παρέα.
Φιλάκια πολλά!! θα τα ξαναπούμε
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΜΑΡΙΑ ΜΟΥ!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟΙ ΟΙ ΚΟΥΜΠΑΡΑΔΕΣ ΣΟΥ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΩ , ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΓΥΡΙΖΟΥΝ!!!!!!!
ΣΤΕΙΛΤΑ ΜΟΥ ΜΕ ΜΕΙΛ!!!!!
ΘΑ ΚΑΝΩ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ ΘΑ ΒΑΛΩ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΣΟΥ!!!!!!!
ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ!!!!!!!
ΘΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ !!!!!!
ΦΙΛΑΚΙΑ!!!!!!!!!
Πολύ ωραίες οι ιστορίες σου! Χάρηκα που διάβασα και τις παλαιότερες, αυτές που έγραψες πριν από το τρίτο παιχνίδι! Φιλιά!
ΑπάντησηΔιαγραφή